Κλεοπάτρα Γρηγοροπούλου, Θεοδώρα Κολοκούρα Σταβέρη, Μαριάννα Παπαπαναγιώτου, Δημήτριος Πούλος, Αριστοφάνης Σπάρος, Κωνσταντίνα Αλεξία Τζιούμα, Θεοδώρα Παναγιώτα Τσιμπούρη ( Μαθητές/τριες)
Επιβλέπουσα Εκπαιδευτικός : Ευαγγελία Ντούπα (ΠΕ02)
Σχολείο: 1ο Πρότυπο Λύκειο Αθηνών Γεννάδειο
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Έχουμε το προνόμιο να είμαστε μέλη της σχολικής κοινότητας του 1ου Πρότυπου Λυκείου «Γεννάδειο», δηλαδή του πρώην Κεντρικού Σχολείου που ιδρύθηκε στην Αίγινα από τον Ιωάννη Καποδίστρια το 1829. Όταν το Κεντρικό Σχολείο μεταφέρθηκε στην Αθήνα το 1834, ως πρώτος Γυμνασιάρχης αλλά και Επόπτης του «Βασιλικού εν Αθήναις Γυμνασίου», όπως αυτό μετονομάσθηκε, διορίστηκε ο Γεώργιος Γεννάδιος, ο οποίος ανέλαβε και τη σχολαρχία του συστεγαζόμενου «Α΄ εν Αθήναις Ελληνικού Σχολείου». Το γεγονός ότι ο Γεώργιος Γεννάδιος αποτελεί μία από τις διαπρεπέστερες μορφές του Ελληνικού Αγώνα του 1821 αλλά και μία από τις πλέον εξέχουσες μορφές των ελληνικών γραμμάτων απετέλεσε το κίνητρο ώστε να αναζητήσουμε την ιστορία του ανατρέχοντας στο αρχειακό υλικό του σχολείου αλλά και σε πλήθος πηγών.
Έτσι, είχαμε την ευκαιρία να βαδίσουμε στα χνάρια του Γ. Γεννάδιου από τα πρώτα χρόνια της ζωής του στη Σηλυβρία της Ανατολικής Θράκης και τις σπουδές του στο Βουκουρέστι και στη Λειψία αλλά και να μελετήσουμε τον ηγετικό του ρόλο στην προετοιμασία της Επανάστασης ως μέλους της Φιλικής Εταιρείας. Ιδιαίτερη έμφαση δώσαμε στη σημαντικότατη παρέμβασή του από την κεντρική πλατεία του Ναυπλίου το 1826, όταν ο φλογερός του λόγος οδήγησε στη συγκέντρωση ενός οικονομικού ποσού ικανού για να αποσοβηθεί το άδοξο τέλος του Αγώνα. Ως προς τη συμβολή του στα γράμματα, παρακολουθήσαμε την πλούσια εκπαιδευτική του πορεία, από τα χρόνια του στην Κεντρική Σχολή και στο Ορφανοτροφείο της Αίγινας, και στο Α΄ Γυμνάσιο Αθηνών αμέσως μετά αλλά και τον κομβικό του ρόλο στην ίδρυση της Δημόσιας Βιβλιοθήκης και του Νομισματικού Μουσείου.
Εν κατακλείδι, στόχο της έρευνάς μας απετέλεσε η ανάδειξη της σπουδαίας προσωπικότητας του Γ. Γεννάδιου, ως ενός ανθρώπου του οποίου την ύπαρξη ολόκληρη νοηματοδοτούσε η αγάπη για την πατρίδα και τα γράμματα, ενός ανθρώπου τον οποίον ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης αποκαλούσε «Πατέρα της Πατρίδας».
ΛΕΞΕΙΣ – ΚΛΕΙΔΙΑ: Γεννάδειο, πατρίδα, γράμματα, Πανεπιστήμιο
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Με αφορμή το θέμα του μαθητικού συνεδρίου «Έλα να σου μιλήσω για τον τόπο μου» αλλά και εξαιτίας του γεγονότος πως ανήκουμε στην εκπαιδευτική κοινότητα του 1ου Πρότυπου Λυκείου Αθηνών «Γεννάδειο», πήραμε την απόφαση να ασχοληθούμε με την προσωπικότητα του Γεωργίου Γεννάδιου, του 1ου Διευθυντή του σχολείου στο οποίο έχουμε την τιμή να φοιτούμε. Κινούμενοι καθημερινά στους χώρους του σχολείου μας, το οποίο φέρει το όνομα του σημαντικού Δασκάλου του έθνους, αναρωτηθήκαμε για τη ζωή και τη δράση του κατά τη δύσκολη προεπαναστατική αλλά και μετεπαναστατική περίοδο.
Έτσι, αφού συγκροτήσαμε την ομάδα των μελετητών και συγγραφέων, μελετήσαμε την ιστορία του Γεωργίου Γεννάδιου από τη στιγμή που αντίκρυσε το φως του ήλιου στη μακρινή Σηλυβρία μέχρι και τον θάνατό του το 1854 σε ηλικία εξήντα οκτώ ετών. Τον ακολουθήσαμε στις διαδρομές του από τα Ιωάννινα στο Βουκουρέστι και μετά στη Λειψία, από την Οδησσό στις παραδουνάβιες ηγεμονίες και στη Δρέσδη και βέβαια στις περιοδίες του στην Ελλάδα, από την Αίγινα στο Ναύπλιο, στο Μεσολόγγι και την Τροιζήνα και βέβαια στην Αθήνα, όταν κατέβαλε αγωνιώδεις προσπάθειες να ζωντανέψει τη φλόγα του Αγώνα που τρεμόσβηνε αλλά και ταυτόχρονα να φυτέψει τους σπόρους της παιδείας σε μία Ελλάδα καθημαγμένη.
Διαβάσαμε πλήθος πηγών και αρχείων που αναδεικνύουν την πολυσχιδή προσωπικότητα του Γεωργίου Γεννάδιου και αποφασίσαμε τους άξονες που θα αποτελούσαν αντικείμενο της μελέτης μας. Μάλιστα, στο πλαίσιο της έρευνάς μας, επισκεφτήκαμε το Μουσείο Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, γνωστό και ως Παλιό Πανεπιστήμιο, στον χώρο του οποίου φιλοξενήθηκε το σχολείο μας όταν το 1835 μεταφέρθηκε από την Αίγινα το Κεντρικό Σχολείο που μετονομάστηκε σε «Α΄ εν Αθήναις Γυμνάσιον» και συστεγάστηκε μαζί με το «Α΄ εν Αθήναις Ελληνικόν σχολείον» στην επονομαζόμενη «οικία Κλεάνθους» στην Πλάκα, δηλαδή στο ίδιο κτίριο που θα στεγάζονταν μετά το 1837 οι τέσσερις Σχολές του Οθώνειου Πανεπιστημίου.
Τα δύο σχολεία, τα οποία υπάκουαν στις διατάξεις του – βαυαρικών επιρροών – διατάγματος «Περί του κανονισμού των Ελληνικών σχολείων και γυμνασίων» τα επάνδρωσαν οι – σπουδαγμένοι στο εξωτερικό – διδάσκοντες του πρώην Κεντρικού (Ν. Χορτάκης, I. Ψαρράς, Ερ. Ουλερίχος, Χρ. Βάφας κ.ά.), με προεξάρχοντα τον γερμανοτραφή Γυμνασιάρχη Γ. Γεννάδιο.
Πολύτιμη εμπειρία για εμάς απετέλεσε και δυνατότητα να περιηγηθούμε στην αίθουσα όπου έχει ανασυσταθεί η 1η Σύγκλητος του Πανεπιστημίου, μέλος της οποίας διετέλεσε ο Γεώργιος Γεννάδιος. Από την αίθουσα αυτή αρχίσαμε το νοερό μας ταξίδι στον χρόνο απευθύνοντας μία φανταστική επιστολή προς τον μεγάλο Δάσκαλο του γένους και θέτοντας ερωτήματα για απορίες για την εποχή που εκείνος έδρασε. Το αποτέλεσμα ήταν όλοι μας να γνωρίσουμε την προσωπικότητα ενός λόγιου και δάσκαλου του γένους που κατάφερε όχι μόνο να μεταβιβάσει γνώσεις στους μαθητές του, αλλά και να τους εξοικειώσει με το βαθύτερο νόημα της κλασικής παιδείας οδηγώντας τους στη βίωση των ιδανικών της ελευθερίας και της εθνικής αποκατάστασης.
ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ο Γεώργιος Γεννάδιος γεννήθηκε το 1786 στη Σηλυβρία της Θράκης, όπου είχαν καταφύγει οι γονείς του, ο ιερέας Αναστάσιος και η σύζυγός του Σωσάννα, εξαιτίας των πιέσεων που ασκούσαν οι Οθωμανοί κρατούντες των Δολιανών της Ηπείρου στους χριστιανούς της περιοχής. Διδάχθηκε τα κοινά γράμματα στον τόπο καταγωγής του, στα Δολιανά του Ζαγορίου, και επέστρεψε στα Ιωάννινα, όπου άρχισε τον δεύτερο κύκλο των σπουδών του. Το 1797, σε ηλικία έντεκα ετών, ο Γεννάδιος στάλθηκε σε θείο του, ηγούμενο σε μοναστήρι του Βουκουρεστίου, και μαθήτευσε κοντά στον διάσημο δάσκαλο και λόγιο Λάμπρο Φωτιάδη (1752-1805), διάστημα κατά το οποίο ξεχώρισε για το θετικό πνεύμα του, την οξυδέρκεια και την επιμέλειά του. Το 1804, σε ηλικία 18 ετών, άρχισε, δίχως να διακόψει τις σπουδές του, να διδάσκει κατ’ οίκον σε γόνους εύπορων οικογενειών μέχρι το 1809, όταν ξεκίνησε τις σπουδές του στη φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας κοντά στον Ερνέστο Ουέβερο (Wilhelm Ernst Weber) και, όταν τις ολοκλήρωσε το 1814, επέστρεψε στο Βουκουρέστι.
Το 1815 ο Νεόφυτος Δούκας (1760-1845), σχολάρχης στην Αυθεντική Σχολή του Βουκουρεστίου, προσκάλεσε τον Γεννάδιο βοηθό του. Εκεί γνωρίστηκε και ανέπτυξε βαθιά φιλία με τον Χριστόδουλο Κλωνάρη και τον Ιωάννη Μακρύ. Μαζί με τον τελευταίο, το 1817, αναχώρησε για την Οδησσό, ύστερα από πρόσκληση της εκεί ελληνικής κοινότητας και του Ιωάννη Καποδίστρια για την οργάνωση της ελληνοεμπορικής σχολής. Στην Οδησσό παρέμεινε μέχρι το 1820, όταν επέστρεψε στο Βουκουρέστι για να αναδιοργανώσει την Ακαδημία, όπως του ανέθεσε ο ηγεμόνας της Βλαχίας Αλ. Σούτσος. Εκείνη την περίοδο μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και όπως σημειώνει ο Γούδας: «…και μετά την επάνοδό του ταύτην εις Βουκουρέστιον εφ’ εκάστης παραδόσεως ολίγον χρόνον μόνον εφρόντιζε να διδάσκη τους μαθητάς του την κατά γράμμα φιλολογικήν έννοιαν του συγγραφέως, ον εξήγει. Σύμπαντα δε τον χρόνον αυτού κατέτριβεν εις το να εξάπτη το αίσθημα του ακροατηρίου υπέρ πατρίδος και της ελευθερίας». Έλαβε ενεργό μέρος στην επανάσταση που κήρυξε ο Αλ. Υψηλάντης στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες διατρέχοντας την Τρανσυλβανία, στρατολογώντας ενόπλους και συγκεντρώνοντας πολεμοφόδια. Μετά την κατάπνιξη του κινήματος κατέφυγε αρχικά στην Οδησσό και μετά στη Δρέσδη της Γερμανίας, όπου και σπούδασε θεολογία, ενώ συνέχισε να εξασκεί το επάγγελμα του δασκάλου κατ΄ οίκον. Το 1824 ήρθε στο Ναύπλιο, στην έδρα της επαναστατικής Προσωρινής Διοικήσεως, από όπου και προσπάθησε να συστήσει Κεντρικόν Σχολείον στο Άργος και Ελληνικόν Σχολείον στην Αθήνα. Παράλληλα περιόδευε τις επαναστατημένες επαρχίες προσπαθώντας να ανυψώσει το ηθικό των κατοίκων και να κατευνάσει τα εμφύλια πάθη. Μετά την πτώση του Μεσολογγίου (1826) οργάνωσε δημόσιο έρανο υπέρ του Αγώνα. Έλαβε μέρος ως πληρεξούσιος στην Γ΄ Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας (1827) και συμμετείχε στην κατάρτιση του Πολιτικού Συντάγματος της Τροιζήνος. Την περίοδο της διακυβέρνησης του Ιωάννη Καποδίστρια ανέλαβε την ίδρυση εκπαιδευτηρίων και δημόσιας βιβλιοθήκης στην Αίγινα. Παράλληλα ήταν διευθυντής του Κεντρικού Σχολείου από το 1834 μέχρι το 1854. Επίσης δίδαξε στο Αρσάκειο και στη Ριζάρειο Σχολή, καθώς είχε εκλεγεί καθηγητής στο Οθώνειο Πανεπιστήμιο από το οποίο παραιτήθηκε σύντομα. Το 1838 του απονεμήθηκε ο τίτλος του επίτιμου διδάκτορα του Πανεπιστημίου της Λειψίας, μια τιμή που απονεμήθηκε πρώτη φορά σε Έλληνα.
Ήταν ιδρυτικό μέλος της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας, της Αρχαιολογικής Εταιρείας της Αθήνας και της Φυσιολογικής Εταιρείας. Άφησε αξιόλογο συγγραφικό έργο με σημαντικότερο τη Στοιχειώδη Εγκυκλοπαίδεια. Ήταν παντρεμένος με την Άρτεμη Μπενιζέλου, κόρη αθηναϊκής οικογένειας προκρίτων, με την οποία απέκτησε οκτώ παιδιά, τέσσερις γιους και τέσσερις κόρες, τα περισσότερα από τα οποία διακρίθηκαν στην πολιτική, στις τέχνες και στα γράμματα. Ο Αναστάσιος υπήρξε πολιτικός και καθηγητής φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, ο Ιωάννης συλλέκτης και διπλωμάτης, ο Παναγιώτης γεωπόνος, η Κλεονίκη ζωγράφος. Απεβίωσε στην Αθήνα τον Νοέμβριο του 1854 κατά τη διάρκεια μίας επιδημίας χολέρας και τιμήθηκε από τον υπουργό Εκκλησιαστικών και Δημόσιας Εκπαίδευσης ο οποίος, σε επιστολή του στην χήρα του, αποκάλεσε τον θάνατό του εθνική συμφορά.
Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΣΤΟΝ ΑΓΩΝΑ
Ο Γεώργιος Γεννάδιος ταύτιζε την πνευματική με την εθνική δράση. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία κι αγωνίστηκε με πάθος για την πατρίδα εμψυχώνοντας τους μαθητές του. Κατά την επανάσταση στη Μολδοβλαχία προέτρεψε με φλογερούς λόγους τους μαθητές του να εξεγερθούν :
«Ήλθεν η ώρα ν’ αποδείξητε προς τον κόσμον, που σας κοιτάζει, και προς την Πατρίδα, ήτις ελπίζει από σας, ότι είσθε γνήσια αυτής τέκνα! “Ηλθεν η ώρα να δείξητε την ευγνωμοσύνη σας προς την Πατρίδα, ήτις σας εγέννησε και να προσφέρετε ελάχιστον πράγμα αντί της μεγίστης ευεργεσίας, ότι σας έκαμεν Έλληνας, να προσφέρητε την ζωή σας υπέρ αυτής. Η πατρίς, αφού σας ευηργέτησε γεννήσασα υμάς Έλληνας, τώρα σας παρέχει και άλλην μεγαλυτέραν ευεργεσίαν, να πολεμήσετε και ν” αποθάνετε, ως Έλληνες, υπέρ αυτής. Αφού σας έδωκε την ζωήν, τώρα σας προτείνει την αθανασίαν. Πρόγονοι και πατέρες τριών χιλιάδων ετών, ήρωες, μάρτυρες, σοφοί, στρατηλάται, σας κοιτάζουν από τον Ουρανόν, δια να ιδούν αν θα φανήτε άξιοι αυτών και της Πατρίδος. Των Θερμοπυλών, του Μαραθώνος, της Σαλαμίνος και των Πλαταιών αι ψυχαί σας νεύουν και σας ενθαρρύνουν. Του Ιερού Λόχου των Θηβών οι αδελφοί σας, σας φωνάζουν: «Μη μας ατιμάσετε! Μιμηθήτε μας». Σας περιμένουν με αγκάλας ανοικτάς. Τεσσάρων αιώνων Τουρκοκρατίας ήρωες και μάρτυρες, η αθάνατη κλεφτουργιά, ιεράρχαι, άρχοντες, προεστοί, διδάσκαλοι, ναυτικοί σας φωνάζουν: Μάχεσθε υπέρ Πίστεως και Πατρίδος! Των παλαιών Αθηνών οι νέοι σας προσκαλούν να ορκισθήτε τον όρκον εκείνων. Γονατίσατε και ορκισθήτε!».
Σημαντικότερη, πάντως, έχει κριθεί η συμβολή του στα γεγονότα του Ναυπλίου (Ιούνιος 1826), όταν με την παρέμβασή του αποσοβήθηκε ο κίνδυνος αναρχίας και ανυπακοής προς τις Αρχές από απλήρωτους Σουλιώτες και Ρουμελιώτες, δυσαρεστημένους στρατιώτες και καταπτοημένους αμάχους, στων οποίων τις ανάγκες αδυνατούσε να ανταποκριθεί το δημόσιο ταμείο.
Την κατάσταση αποφόρτισε η ομιλία του Γενναδίου στον πλάτανο της κεντρικής πλατείας του Ναυπλίου, όπου παρότρυνε το συγκεντρωμένο πλήθος να βοηθήσει από το υστέρημά του και έδωσε πρώτος το παράδειγμα.
«Η πατρίς καταστρέφεται, ο αγών ματαιούται, η ελευθερία εκπνέει. Απαιτείται βοήθεια σύντονος. Πρέπει οι ανδρείοι αυτοί (οι ήρωες – πρόσφυγες του Μεσολογγίου), οίτινες έφαγον πυρίτιν και ανέπνευσαν φλόγας, και ήδη αργοί και λιμώττοντες μας περιστοιχίζουσιν σπεύσωσιν όπου νέος κίνδυνος τους καλεί. Προς τούτο απαιτούνται πόροι και πόροι ελλείπουσιν. Αλλ΄αν θέλωμεν να έχωμεν πατρίδα, αν ήμεθα άξιοι να ζώμεν άνδρες ελεύθεροι, πόρους ευρίσκομεν. Ας δώσει έκαστος ό,τι έχει και δύναται. Ιδού η πενιχρή εισφορά μου. Ας με μιμηθεί όστις θέλει!» Και εκκένωσε κατά γής το ισχνόν του βαλάντιον, το μόνον προϊόν των επιπόνων οικονομιών του. «Αλλ’ όχι! Η συνεισφορά αύτη είναι ουτιδανή! Οβολόν άλλον δεν έχω να δώσω, αλλ΄ έχω εμαυτόν και ιδού τον πωλώ! Τις θέλει διδάσκαλον επί τέσσερα έτη δια τα παιδία του; Ας καταβάλη το τίμημα!»
Ο Κολοκοτρώνης αναφέρει ότι χάρις στη δική του οικονομική φροντίδα οργάνωση κι επάρκεια, πραγματοποιήθηκε η εκστρατεία του Γ. Καραϊσκάκη. Χαρακτηριστικά είναι τα λόγια του: «Ο γέρων Γεννάδιος, έκαμεν με τους λόγους του, ό,τι δεν ημπορέσαμεν ημείς να κάμωμεν με τα έργατα».
Η ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ
Σημαντικό υπήρξε το έργο του Γεωργίου Γεννάδιου που αφορά τη συγγραφική του παραγωγή. Ειδικότερα, μετέφρασε από τα ιταλικά το έργο του Φραγκίσκου Σοαβίου (Francesco Soave) Περί Χρεών του Ανθρώπου και συνεργάστηκε με τον Γεώργιο Λασσάνη για τη συγγραφή της εξάτομης Στοιχειώδους Εγκυκλοπαίδειας των Παιδικών Μαθημάτων, η οποία χρησιμοποιήθηκε στη δεύτερη και τρίτη τάξη της ελληνοεμπορικής Σχολής στην Οδησσό. Το 1832 με βάση τη γραμματική του Ειρηναίου Θείρσιου συνέταξε τη δική του Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης, η οποία το 1838 χρησιμοποιήθηκε επίσημα ως σχολικό εγχειρίδιο. Συνέγραψε και το Κατήχησις ή Ορθόδοξος Διδασκαλία της Ανατολικής Εκκλησίας (1835) και το Σύνοψις της Ιεράς Ιστορίας εκ των Βιβλίων της Παλαιάς και της Νέας Διαθήκης. Μετέφρασε από τα γερμανικά το Σύνοψις της Γενικής Ιστορίας (1839), την Ελληνική Γραμματεία ή Γραμματολογία (1849), ενώ στο αρχείο του συγκαταλέγονται και άλλα ημιτελώς μεταφρασμένα έργα του που αναφέρονται κυρίως σε παιδιά.
Όσον αφορά τον τομέα της εκπαίδευσης, ήδη από το 1824 το βουλευτικό τον διόρισε δάσκαλο στο υπό σύσταση κεντρικό σχολείο του Άργους, προσπάθεια που δεν ευοδώθηκε. Ωστόσο, λίγα χρόνια αργότερα, ο κυβερνήτης της Ελλάδας Ιωάννης Καποδίστριας επιστράτευσε τον Γεννάδιο αναθέτοντάς του (μαζί με τον Γρηγόριο Κωνσταντά και τον Ιωάννη Βένθυλο) τη σύνταξη γραμματικής και ανθολογίας των εγκύκλιων μαθημάτων της ελληνικής γλώσσας, όπως και τη διδασκαλία και οργάνωση της Κεντρικής Σχολής της Αίγινας (1829) και του Ορφανοτροφείου. Ο Γεννάδιος ανέλαβε τη διδασκαλία στην Κεντρική Σχολή, αλλά φρόντισε παράλληλα και για την ίδρυση Δημόσιας Βιβλιοθήκης συγκεντρώνοντας βιβλία και έντυπο υλικό, έθεσε δε τις βάσεις και του Νομισματικού Μουσείου. Και τα δύο ιδρύματα μεταφέρθηκαν στην Αθήνα (1835) μαζί με την Κεντρική Σχολή, η οποία μετονομάσθηκε σε Γυμνάσιον, με διευθυντή τον Γεννάδιο.
Παράλληλα, συγκέντρωσε παλιά έντυπα, χειρόγραφα, μεμβράνες και παλιά βιβλία που βρίσκονταν σε Μοναστήρια και τα μετέφερε στην Αθήνα ξεκινώντας πρώτος το 1832 την προσπάθεια για την ίδρυση της Εθνικής Βιβλιοθήκης και του Νομισματικού Μουσείου. Υπήρξε από τους πρωτεργάτες για την ίδρυση του Πανεπιστημίου, του οποίου διετέλεσε για μικρό διάστημα και Καθηγητής, ενώ στη στενή σχέση του με τους αδελφούς Ριζάρη οφείλεται η ίδρυση στην Αθήνα της «Ριζαρείου Σχολής», την οποία διεύθυνε. Πρωτοστάτησε σε κοινωφελή έργα συμβάλλοντας στην ίδρυση της «Φιλεκπαιδευτικής», «Αρχαιολογικής» και «Φυσιολογικής» Εταιρείας.
Ο Γεννάδιος συνεργάστηκε με τους Γερμανούς λόγιους φιλέλληνες Ειρηναίο Θείρσιο (Friedrich W. Thiersch 1784-1860) και Θεόδωρο Κιντ (Karl Theodor Kind 1799-1868). Η θέση που κατείχε στη Ριζάρειο Σχολή τον έφερε επίσης σε επαφή με σημαντικές προσωπικότητες του εκκλησιαστικού χώρου, όπως με τον Θαβωρίου Ιερόθεο και τον Ουγγροβλαχίας Νεόφυτο. Προσωπικά συνδεόταν επίσης με τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη (1770-1843), τον Ιωάννη Γκούρα (1771-1826), τον Αλέξανδρο Σούτσο (1803-1868), τον Νεόφυτο Δούκα, τον Γρηγόριο Κωνσταντά κ.ά., ενώ μαθητές του αναδείχτηκαν σε σημαντικές προσωπικότητες της ελληνικής διανόησης, με χαρακτηριστικότερη περίπτωση τον Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο (1815-1891) και τον Αλέξανδρο Ρ. Ραγκαβή.
Η ιδεολογική ωρίμανση του Γενναδίου συνέπεσε με την ώριμη φάση του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, για βασικές αρχές του οποίου αγωνίστηκε. Στόχος του ήταν «…να πλάσωμεν άλλην γενεάν ελευθέρων Ελλήνων πολιτών» και τα «φώτα της πεφωτισμένης Ευρώπης» να μεταλαμπαδευτούν διά της παιδείας «εις την πρόπαλαι εστία του ανθρωπίνου γένους, και των τεχνών και των επιστημών [την Ελλάδα]». Ο Κ. Θ. Δημαράς τον χαρακτήρισε φανατικό πολέμιο των Φαναριωτών και φιλελεύθερο εκπαιδευτή, γεγονός που επιβεβαιώνεται από τη συνολική στάση του αλλά και τις προτάσεις του για την οργάνωση της ελληνικής εκπαίδευσης.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Η έρευνά μας για την προσωπικότητα και το έργο του Γεωργίου Γεννάδιου μας βοήθησε να γνωρίσουμε μία από τις πιο σημαντικές φιγούρες που έθεσε τα θεμέλια της παιδείας σε μία Ελλάδα που προσπαθούσε να ξυπνήσει από έναν βαθύ Μεσαίωνα τετρακοσίων χρόνων και να εδραιώσει τη θέση της στο νέο κοινωνικοπολιτικό συγκείμενο, όπως τότε διαμορφωνόταν.
Προσωπικότητα πολυσχιδής και συνεχώς ερευνούσα, άνθρωπος διαλλακτικός και μειλίχιος, δε σταμάτησε μέχρι το τέλος της ζωής του να παράγει έργο σημαντικό αναλαμβάνοντας ρόλους πολιτικούς και πρωταγωνιστώντας στη θεμελίωση των εκπαιδευτικών θεσμών.
Για όλους εμάς που είχαμε την ευκαιρία να προσεγγίσουμε το έργο και την προσωπικότητά του ο Γεώργιος Γεννάδιος αποτελεί μία φωτεινή μορφή, η οικείωση με την οποία μόνο προνόμιο μπορεί να αποτελέσει.
ΑΝΑΦΟΡΕΣ
Αρχεία της Ελληνικής Παλιγγενεσίας, «Βουλή των Ελλήνων», τόμος 3ος
Βιζουκίδης, Π., (1937) Η συμβολή των Ηπειρωτών εις το έργον του Πανεπιστημίου Αθηνών, Ηπειρωτικά Χρονικά
Γελαδάκη, Σ., (2004). Τα αρχεία τριών ιστορικών αθηναϊκών σχολείων. Μια διάσταση τοπικής ιστορίας. Αθήνα: Μεταίχμιο
Γούδας, Γ. Αν., (1870) Βίοι παράλληλοι. Τόμος Β΄, Αθήνα
Καρδαμίτση-Αδάμη, Μ., (1987). Το σπίτι του Κλεάνθη στο Ριζόκαστρο. Στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (1837-1987), Κατάλογος Έκθεσης Ενθυμημάτων «1837-1987 – Εκατόν Πενήντα Χρόνια» (σσ. 21-23). Αθήνα: Μουσείο Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Κραψίτης, Β., (1979). Λόγιοι της Ηπείρου (1430-1912), Τόμος Α΄, Αθήνα
Σολωμού, Αλ., (1984). «Γεννάδιος Γεώργιος», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, Εκδοτική Αθηνών. Τόμος Β΄, Αθήνα