Κακοτρίχη Δανάη, Καραμήτσα Ελένη, Καραμιχάλη Κωνσταντίνα, Κουφάκη Νικολέτα, Κραββαρίτη Μαρία, Κυριαζοπούλου Άννα, Λαμπρινίδης Ιωάννης, Λαμπροπούλου Βασιλική-Κυβέλη, Λιβιεράτου Καραχάλιου Αναστασία, Ντουντούμη Χριστίνα, Χαριτόπουλος Ροδόλφος ( Μαθητές/ τριες)
Δημοπούλου Βαρβάρα δ.φ. (ΠΕ02), Σιδερή Χριστίνα δ.φ. (ΠΕ02) ( Εκπαιδευτικοί )
Σχολείο : Πρότυπο Γενικό Λύκειο Αναβρύτων
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Στόχος της εργασίας είναι να αναδείξει την ιστορική συνέχεια του οικισμού του Αμαρουσίου, κατά την πορεία του στον χρόνο, από τον αρχαίο και βυζαντινό αγροτικό οικισμό (Αθμονή, Άθμονον) μέχρι την κώμη των νεότερων χρόνων (Αμαρύσιον) και το σύγχρονο κομβικό προάστιο (Αμαρούσιο, Μαρούσι), στα βόρεια των Αθηνών. Στο πλαίσιο αυτό παρουσιάζονται οι βασικότεροι σταθμοί στην εξέλιξη της περιοχής, με βάση τα αρχαιολογικά κατάλοιπα και τις ιστορικές πηγές: η Αθμονή ως περιοχή αμπελοκαλλιέργειας κατά την κλασική περίοδο και κέντρο λατρείας της Αμαρυσίας Αρτέμιδος, το Άθμονον ως σταθμός του Αδριάνειου υδραγωγείου κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους και ως τόπος εγκατάστασης των θερινών κατοικιών Ρωμαίων ευγενών, οι περικαλλείς ναοί της βυζαντινής περιόδου και τα κατάλοιπα της Φραγκοκρατίας, τα πολλά ξωκλήσια της περιοχής, που ανάγονται στην Τουρκοκρατία και μαρτυρούν τη χωροταξική και κοινωνική μορφή του οικισμού, η συμβολή των Μαρουσιωτών στον Αγώνα για την Ανεξαρτησία της Ελλάδας, καθώς και η ίδρυση του νεότερου οικισμού (Αμαρύσιον), ως τμήματος της πόλεως των Αθηνών, η γέννηση της καινούργιας πόλης τον 19ο αιώνα, με κύρια χαρακτηριστικά το εμπόριο του νερού και την ενασχόληση με την κεραμική τέχνη, και, τέλος, η μετατροπή της πόλης σε ανεξάρτητο δήμο (Αμαρούσιον, Μαρούσι) και η σταδιακή ανάπτυξή της καθ’ όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα και ιδίως κατά τους μεταπολεμικούς χρόνους της ραγδαίας αστικοποίησης.
Ωστόσο, η εργασία δεν σχετίζεται μόνο με την ιστορική χρονογραμμή, αλλά εστιάζει και στην πολιτισμική φυσιογνωμία της περιοχής, όπως αποκρυσταλλώθηκε με το πέρασμα του χρόνου. Δίδεται έμφαση σε πολιτισμικούς και πνευματικούς τομείς, όπως η έκφραση του θρησκευτικού συναισθήματος και το αθλητικό ιδεώδες, από την αρχαιότητα μέχρι τις μέρες μας, και γίνεται αναφορά τόσο στους λαϊκούς, ανώνυμους καλλιτέχνες (αγγειοπλάστες και μικρογλύπτες) όσο και στους επώνυμους δημιουργούς (Γ. Τσαρούχης, Ευ. Σπαθάρης) και στις επιφανείς προσωπικότητες (Θ. Βορέας, Γ. Κατσίμπαλης κ.ά.) που κόσμησαν την περιοχή με την προσφορά τους.
ΛΕΞΕΙΣ ΚΛΕΙΔΙΑ: Μαρούσι, Άθμονον, ιστορία Αμαρουσίου
ΕΙΣΑΓΩΓΗ-ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ
Αθμονή, Άθμονον, Αμαρύσιον, Αμαρούσιον, Μαρούσι. Τα ονόματα αυτά αντικατοπτρίζουν τη μακραίωνη ιστορία της περιοχής του σχολείου μας, που αποτελεί το θέμα της παρούσας εργασίας.
Το Μαρούσι, που βρίσκεται στο βόρειο μέρος του λεκανοπεδίου της Αττικής, είναι μια περιοχή κοντά στην Αθήνα, η οποία πάντα συμπορευόταν με το κλεινόν άστυ και βρισκόταν υπό την σκιάν της μεγάλης πόλης. Από την άλλη μεριά, είναι μια περιοχή που παρουσιάζει ίχνη κατοίκησης, από την προϊστορική εποχή μέχρι και σήμερα, με αδιάσπαστη ιστορική και πολιτισμική συνέχεια. Τους δύο αυτούς πόλους προσπαθήσαμε να αναδείξουμε στην εργασία μας, σε συνδυασμό με τις σπουδαιότερες προσωπικότητες που επέλεξαν την περιοχή αυτή ως τόπο κατοικίας ή / και εργασίας τους.
Στο πλαίσιο της εργασίας μας μελετήσαμε ενδελεχώς βιβλιογραφία σχετική με την ιστορία του τόπου μας στη Βορέειο Βιβλιοθήκη του Δήμου Αμαρουσίου, με τη συνδρομή των υπευθύνων της, τόσο στο πλαίσιο εκπαιδευτικής επίσκεψης όσο και κατ’ ιδίαν. Επίσης, καθοριστική για την άντληση ιστορικού και πολιτισμικού υλικού που χρησιμοποιήθηκε στην εκπόνηση της εργασίας μας υπήρξε η συμμετοχή μας στα εκπαιδευτικά προγράμματα του Ιστορικού και Λαογραφικού Μουσείου Αμαρουσίου και του Ιδρύματος Γιάννη Τσαρούχη. Όλα τα παραπάνω, βέβαια, δεν θα πραγματοποιούνταν χωρίς την εμψύχωση και την αρωγή των καθηγητριών μας, οι οποίες οργάνωσαν και συντόνισαν τη δράση μας, παρέχοντας σε κάθε στάδιο της εργασίας μας την πολύτιμη καθοδήγησή τους. Το παραγόμενο αποτέλεσμα παρουσιάζεται στη συνέχεια.
ΙΣΤΟΡΙΑ
ΤΟ ΜΑΡΟΥΣΙ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ (1)
Το Μαρούσι στα χρόνια της αρχαιότητας ονομαζόταν Άθμονον ή Αθμονία και ανήκε αρχικά στην Κεκροπίδα και κατόπιν στην Ατταλίδα φυλή. Το Άθμονον ήταν ένας από τους δώδεκα δήμους της Αττικής, τους οποίους είχε ιδρύσει ο βασιλιάς της Αθήνας Κέκροπας. Οι κάτοικοί του ήταν κυρίως ποιμένες, γεωργοί, αλλά και μαχητές, και διακρίνονταν για την ευρωστία τους. Η λατρεία της Ουρανίας Αφροδίτης και της Αμαρυσίας Αρτέμιδος ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένη. Το Άθμονον υπήρξε από τους μεγαλύτερους αγροτικούς δήμους της Αττικής και σημείωσε μεγάλη ακμή, όπως μαρτυρείται από αρχαιολογικά ευρήματα, που διασώθηκαν, επειδή ενσωματώθηκαν σε χριστιανικούς ναούς (της Νερατζιώτισσας, του Αγίου Ιωάννη, των Αγίων Θεοδώρων, του Αγίου Δημητρίου και των Αγίων Ασωμάτων).
Το αρχαίο Άθμονον ήταν ανέκαθεν συνδεδεμένο με την Αθήνα. Οι Αθμονείς, κατά την αρχαία παράδοση και σύμφωνα με τη μαρτυρία του Πλουτάρχου, ακολούθησαν πολεμικά τους Αθηναίους για πρώτη φορά το έτος 1354 π.Χ. (γεγονός που μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο Δήμος θα άρχισε να κατοικείται προ του 1500 π.Χ.) αγωνιζόμενοι στη μάχη του Γαργηττού στο πλευρό του Θησέως. Στους ιστορικούς χρόνους, υποστήριξαν τους Αθηναίους στη μάχη του Μαραθώνα, καθώς και στον Πελοποννησιακό πόλεμο.
ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΟΝΟΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΑΜΑΡΟΥΣΙΟΥ ΚΑΙ ΛΑΤΡΕΙΑ ΤΗΣ ΘΕΑΣ ΑΡΤΕΜΙΔΟΣ
Η επικρατέστερη θεωρία υποστηρίζει ότι το όνομα «Αμαρύσιον» αντικατέστησε το παλαιότερο «Άθμονον» λόγω της ιδιαίτερης λατρείας της Αμαρυσίας Αρτέμιδος από τους Αθμονείς – λατρείας που αποτελούσε αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητάς τους, σύμφωνα με τον Παυσανία. Στην ηπειρωτική Ελλάδα, η λατρεία της τελούταν αρχικά στην Αμάρυνθο της Εύβοιας, εξ ου και το όνομα «Αμαρυσία Άρτεμις». Εκεί πραγματοποιούταν εορτή από Ευβοείς, Ερετριείς αλλά και από κατοίκους των Αθηνών και της Αττικής. Από την Αμάρυνθο η εορτή αργότερα μεταφέρθηκε στον Δήμο Αθμονέων, όπου χτίστηκε και μεγαλοπρεπής ναός της θεάς. Σταδιακά το Άθμονον γίνεται συνώνυμο με τις γιορτές αυτές και το τοπωνύμιο Αμαρύσιον, που είχε δοθεί στο ιερό τέμενος, επικρατεί για ολόκληρη την περιοχή.
Εικόνα 1: Ἀθμονεῖς δὲ τιμῶσιν Ἀμαρυσίαν Ἄρτεμιν (Παυσανίας, Αττικά). Κοντά στο εκκλησάκι του Αγίου Ιωάννη Πέλικα εντοπίστηκε ήδη από τον 19ο αι. επιγραφή που οριοθετούσε τον χώρο γύρω από τον ναό της Αμαρυσίας Αρτέμιδος. Πρόκειται για το σύνορο που έβαζαν στην αρχαιότητα γύρω από ιερές περιοχές. Περί τα τέλη του 19ου αι. επίσης εντοπίστηκε στον ναΐσκο του Αγίου Νικολάου, ιδιοκτησίας Λογοθέτη, εντοιχισμένο μαρμάρινο θραύσμα με τμήμα επιγραφής που καθόριζε νέο σύνορο της Αμαρυσίας Αρτέμιδος.
Ειδικότερα, κάθε χρόνο, την περίοδο της άνοιξης, στην περιοχή όπου υπάρχουν σήμερα οι Ολυμπιακές εγκαταστάσεις, τελούνταν γιορτές προς τιμήν της θεάς, που περιλάμβαναν μουσικούς, αθλητικούς και χορευτικούς αγώνες. Οι γιορτές αυτές ήταν τόσο σημαντικές, ώστε σε καιρό πολέμου, ύστερα από συνεννόηση, καθιερώθηκε εκεχειρία τριών μηνών, για την πραγματοποίησή τους. Το φιλειρηνικό πνεύμα των γιορτών επιδρούσε ευεργετικά στην προσπάθεια συμφιλίωσης των πόλεων-κρατών της αρχαίας Ελλάδας.
Το ιερό της Αμαρυσίας Αρτέμιδος είχε χτιστεί εκεί όπου σήμερα βρίσκεται η εκκλησία της Παναγίας Νερατζιώτισσας.
ΤΟ ΜΑΡΟΥΣΙ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ (2)
Τον 4ο αι. π.Χ. η μεγάλη γεωργική παραγωγή του Αμαρουσίου τροφοδοτεί όλη την Αττική, σύμφωνα με ψήφισμα που βρέθηκε στην σημερινή περιοχή των Αγίων Αναργύρων. Ακόμη από επιγραφές φαίνεται πως πολλοί Αθμονείς κατείχαν αξιώματα στο πλαίσιο λειτουργίας της αθηναϊκής δημοκρατίας. Στους Όρνιθες του Αριστοφάνη, λ.χ., ο ήρωάς του ο Πεισθέταιρος ο Αθμονεύς είναι πραγματικό πρόσωπο, ο επώνυμος άρχων του Αθμόνου.
Στο σημερινό κτήμα Συγγρού, στην τοποθεσία Ανάβρυτα, εκεί ακριβώς που βρίσκεται και το σχολείο μας, βρέθηκαν εννέα τάφοι, τρία επιτύμβια ανάγλυφα και μαρμάρινη λήκυθος που μαρτυρούν α) ότι εκεί βρισκόταν το νεκροταφείο της περιοχής (εκτός της οικισμού του Αθμόνου, προφανώς) και β) ότι η περιοχή ευημερούσε. Πλήθος άλλα ευρήματα, όπως επιτύμβιες στήλες και ταφικά κτερίσματα, δαπανηρά για την εποχή, που βρέθηκαν στη γύρω περιοχή του Αμαρουσίου, επιβεβαιώνουν επίσης την ακμή του οικισμού εκείνη την εποχή.
Το Άθμονον ήταν αγροτική περιοχή και οι κάτοικοί του ασχολούνταν με την αμπελουργία, την παραγωγή κρασιού, λαδιού, σύκων και κριθαριού. Η Αμαρυσία Άρτεμις λατρευόταν από τους Αθμονείς, οι οποίοι ήταν αγρότες, κτηνοτρόφοι και καλλιεργητές, διότι ήταν θεά της φύσης και των αγροτών, με δικαιοδοσία να ρυθμίζει την ανάπτυξη και τη γονιμότητα του φυτικού και ζωικού βασιλείου. Επίσης, θεωρούνταν προστάτιδα του τοκετού, της μητρότητας και της ανατροφής των παιδιών. Ενδεικτικό της εκλεκτής αγροτικής παραγωγής είναι ότι ο δήμος του Αθμόνου όφειλε τη μεγάλη φήμη του στα εκλεκτά κρασιά του. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι στην Ειρήνη του Αριστοφάνους (στ. 190-191) ο πρωταγωνιστής αυτοπαρουσιάζεται, καυχώμενος, ως «Τρυγαῖος Ἀθμονεύς, ἀμπελουργὸς δεξιός, οὐ συκοφάντης οὐδ’ ἐραστὴς πραγμάτων». [= Είμαι ο Τρυγαίος από το Μαρούσι, επιδέξιος αμπελουργός, καθόλου συκοφάντης και ούτε από αυτούς που τους αρέσει να ανακατεύονται παντού.] Μέχρι και το όνομα Τρυγαίος παραπέμπει, προσφυώς, στην καλλιέργεια του αμπελιού.
Εικόνα 2: Τα αρχαιολογικά λείψανα αγροικιών που ήρθαν στο φως στον χώρο των Ολυμπιακών αθλητικών εγκαταστάσεων πιστοποιούν την πανάρχαια χρήση της πεδιάδας (αριστερά). Ο Τύμβος Σωρός(δεξιά):Πρόκειται για βάθρο, που στήριζε κάποιο επιτύμβιο μνημείο, το οποίο τοποθετείται χρονολογικά στον 7ο-6ο αι. π.Χ. Σήμερα επάνω στον Σωρό υψώνεται πολυτελής κατοικία.
ΤΟ ΜΑΡΟΥΣΙ ΣΤΟΥΣ ΡΩΜΑΪΚΟΥΣ ΧΡΟΝΟΥΣ
Η κατάληψη της αρχαίας Αθήνας και των δήμων της Αττικής από τους Ρωμαίους, ήταν η απαρχή της παρακμής του αρχαίου ελληνικού βίου. Ωστόσο, ορισμένοι Ρωμαίοι αυτοκράτορες που υπήρξαν φιλαθήναιοι, βοήθησαν την πόλη και τους δήμους να διατηρήσουν την ακμή τους.
Ο πρώτος από αυτούς, ο Αδριανός (117- 138 μ.Χ.), χτίζει την Πύλη του Αδριανού, την περίφημη Αδριάνεια Βιβλιοθήκη και κατασκευάζει το γνωστό Αδριάνειο Υδραγωγείο, που υδροδότησε την Αθήνα επί 18 αιώνες. Ο αγωγός του υδραγωγείου ξεκινούσε από την Πεντέλη και κατέληγε στο κέντρο της Αθήνας περνώντας, μεταξύ πολλών άλλων περιοχών, και μέσα από το Άθμονον (κάτω από τη σημερινή Πλατεία Ηρώων).
Ο δεύτερος, ο υψηλός Ρωμαίος αξιωματούχος Ηρώδης ο Αττικός (103-179 μ.Χ.), όντας θαυμαστής της κλασικής αρχαιότητας, του ιερού της Αμαρυσίας Αρτέμιδος και συνακόλουθα των Αμαρυσίων, μετέφερε το τέμενος της θεάς από τη θέση της σημερινής Νερατζιώτισσας στην απέναντι βουνοπλαγιά του Πέλικα, και στόλισε το Άθμονον με λαμπρά μνημεία.
Επίσης, η παραδοσιακή αμπελοκαλλιέργεια και η ελαιοπαραγωγή του Αμαρουσίου συνεχίστηκαν και στους ρωμαϊκούς χρόνους και μάλιστα αποτέλεσαν σημαντικούς οικονομικούς πόρους ολόκληρης της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
Με την επικράτηση του Χριστιανισμού, μετά τον 6ο αιώνα μ.Χ., το όνομα της περιοχής αλλάζει σε Μαρούσι. Μετά τον Κωνσταντίνο, οι χριστιανοί αυτοκράτορες κατήργησαν τις γιορτές προς τιμήν της θεάς Αρτέμιδας και κατέστρεψαν τους χώρους της αρχαίας λατρείας.
ΡΩΜΑΪΚΑ ΜΝΗΜΕΙΑ
Η Ρωμαϊκή δεξαμενή στη θέση «Ψαλίδι» βρίσκεται απέναντι από τον νέο σταθμό «Νερατζιώτισσα». Η δεξαμενή βρέθηκε σχεδόν επιφανειακά, αρκετά κατεστραμμένη. Είχε διαστάσεις περίπου 300 τετραγωνικών μέτρων.
Το Αδριάνειο Υδραγωγείο κατασκευάστηκε μεταξύ του 125-140 μ.Χ. από τον αυτοκράτορα Αδριανό, για να εφοδιάσει την Αθήνα με πόσιμο νερό. Το έργο αυτό υπήρξε ένα από τα σημαντικότερα τεχνικά επιτεύγματα της αρχαιότητας και τμήματα του αγωγού του σώζονται σήμερα στο Μαρούσι επιφανειακά, στον προαύλιο χώρο ιδιωτικού κτηρίου κοντά στην πλατεία ηρώων.
ΤΟ ΜΑΡΟΥΣΙ ΚΑΤΑ ΤΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΠΕΡΙΟΔΟ
Κατά την περίοδο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, που διήρκεσε περί τα 1.100 έτη, το Αμαρούσιον δεν έχει να παρουσιάσει κάτι ιστορικά αξιόλογο. Ωστόσο, είναι γνωστό ότι ήταν πολύ εύφορο, χάρη στα άφθονα υπόγεια νερά του, και οι κάτοικοί του μετέφεραν φρούτα και λαχανικά στους Αθηναίους. Ακόμα, όπως και στην αρχαιότητα, οι άρχοντες των Αθηναίων το προτιμούσαν, όπως και την Κηφισιά για θερινή διαμονή, λόγω του κλίματος, της αφθονίας του πρασίνου, των πλούσιων νερών και της ευχάριστης δροσιάς τους. Γενικότερα, την εποχή εκείνη η ζωή της Αττικής, άρα και του Αμαρουσίου, ήταν απλή και ειρηνική αλλά και με σημεία καταπτώσεως και παρακμής.
Για τη ζωή του Αμαρουσίου στα βυζαντινά χρόνια δεν γνωρίζουμε πολλά. Το μόνο βέβαιο είναι ότι κατά το διάστημα 1205-1456, όπου η Αττική καταλήφθηκε από Σταυροφόρους, Φράγκους, Σικελούς, Γάλλους και Ιταλούς, το Αμαρούσιον διατήρησε το όνομά του και δεν ερημώθηκε ποτέ. Μαρτυρία για την κατάληψη του Αμαρουσίου από ξένους εισβολείς αποτελεί το σημερινό τοπωνύμιο Φραγκοκλησιά.
ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΙ ΝΑΟΙ ΚΑΙ ΕΞΩΚΛΗΣΙΑ (ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ)
1. Η Παναγία η Μαρμαριώτισσα
2. Η Παναγία η Οδηγήτρια
3. Ο Άγιος ο Ιωάννης ο Πρόδρομος
4. Ο Άγιος Νικόλαος
5. Ο Άγιος Βλάσιος
6. Ο Άγιος Γεώργιος
7. Ο Άγιος Θωμάς (των Χωματιανών-Λογοθέτη)
8. Ο Άγιος Νικόλαος (των Χωματιανών-Λογοθέτη)
9. Ο Άγιος Γεώργιος (νεκροταφείο των Χωματιανών-Λογοθέτη)
10. Ο Άγιος Ιωάννης
11. Η Παναγία η Κλαριώτισσσα
12. Ο Άγιος Νικόλαος (στις Καμάρες)
13. Ο Άγιος Δημήτριος
14. Η Αγία Σωτήρα (Μεταμόρφωση)
15. Των Αγίων Ασωμάτων (Ταξιάρχες)
16. Ο Άγιος Αθανάσιος
17. Οι Άγιοι Θεόδωροι- Άγιος Ελευθέριος
18. Ο Άγιος Γεώργιος (στο σημερινό νεκροταφείο)
19. Μετόχι της Αγίας Φιλοθέης
ΤΟ ΜΑΡΟΥΣΙ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑΣ
Μέχρι τις αρχές του 16ου αιώνα το Μαρούσι ήταν ιδιαίτερα αραιοκατοικημένο, με αρκετές ελεύθερες καλλιεργούμενες εκτάσεις. Το φαινόμενο της μείωσης του πληθυσμού οφείλεται στις κλιματολογικές αλλαγές, στις κτήσεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και στη βουβωνική πανώλη, που αφάνιζε τον πληθυσμό της Βαλκανικής για 250 χρόνια. Η παραδοσιακή αμπελοκαλλιέργεια στο Μαρούσι, βασικό αγροτικό αγαθό της τοπικής οικονομίας, δοκιμάστηκε υπό το καθεστώς του οθωμανικού ζυγού, καθώς το μουσουλμανικό δόγμα δεν επιτρέπει την κατανάλωση κρασιού. Κατά συνέπεια, οι αγρότες του Αμαρουσίου περιορίστηκαν στην ελαιοπαραγωγή και σταδιακά στράφηκαν στην παραγωγή σιτηρών και στην κτηνοτροφία.
Λόγω της ανάγκης για εργατικά χέρια, από τα μέσα του 16ου αιώνα άρχισε να παρατηρείται μία σημαντική οικιστική ανάπτυξη στην ευρύτερη περιοχή του Αμαρουσίου με τη μορφή διάσπαρτων συνοικισμών. Ο αρχικός οικιστικός πυρήνας του Αμαρουσίου βρισκόταν στο ύψος του Πέλικα και στη σημερινή περιοχή των Αγίων Αναργύρων, γύρω από τους παλαιοχριστιανικούς ναούς. Το 1617 εγκαταστάθηκε στην περιοχή του Παραδείσου Αμαρουσίου ο Μέγας Λογοθέτης του Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης, ο Ιωάννης Χωματιανός. Τον 17ο αιώνα στο Μαρούσι υπήρχε ένα μεγάλο χάνι, ενώ η περιοχή ανήκε στη δικαιοδοσία της επαρχίας της Κηφισιάς. Το 1789 επανεμφανίστηκε η βουβωνική πανώλη στο Μενίδι και εν συνεχεία στο Μαρούσι, το Αράκλι και τις Κουκουβάουνες.
Στα τέλη του 18ου με τις αρχές του 19ου αιώνα εγκαθίστανται στο Μαρούσι ο Τούρκος μπέης Αλή Μπαμπά, ο Χατζή Αχμέτ και ο Αχμέτ Αγά Λουτουφή μαζί με αρκετές τουρκικές οικογένειες αξιωματούχων, που καταπάτησαν τα αγροκτήματα των Μαρουσιωτών. Οι κάτοικοι του Μαρουσιού, για να διασώσουν τις ιερές εικόνες των εκκλησιών από βανδαλισμούς, λόγω του ανεικονικού χαρακτήρα του Ισλάμ, τις απομάκρυναν και τις μετέφεραν σε σπηλιές και κρυψώνες.
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑΣ
Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας χτίστηκαν αρκετές μικρές εκκλησίες για την συγκέντρωση των πιστών την ώρα της θείας λατρείας και της προσευχής. Οι κάτοικοι του Αμαρουσίου έχτιζαν πλινθόκτιστες κατοικίες, καλυμμένες από πυκνό φύλλωμα δέντρων, για να μην είναι ορατές στους Τούρκους επιδρομείς που έκαναν λεηλασίες, κατευθυνόμενοι από τη Βοιωτία προς στην Αττική. Ως αποτέλεσμα, επειδή οι επιθέσεις των Τούρκων στην περιοχή ήταν συχνά αναποτελεσματικές, όταν οι Τούρκοι κατόρθωναν να συλλάβουν τους τους κατοίκους του Αμαρουσίου, τους βασάνιζαν, έκαιγαν τα σπίτια τους, απήγαγαν τις νεαρές κοπέλες και τις πωλούσαν στα χαρέμια. Συνεπώς, πολλοί Μαρουσιώτες αναγκάζονταν να εγκαταλείψουν τον τόπο τους και να καταφύγουν στην Αθήνα, αναζητώντας καλύτερη τύχη.
Με αφορμή την εγκατάσταση του Τούρκου Μπέη Αλή Μπαμπά στο Μαρούσι, εγκαταστάθηκαν και άλλες τούρκικες οικογένειες στην περιοχή, στην υπηρεσία των οποίων τέθηκαν τελικά οι κάτοικοι της περιοχής, προκειμένου να μην υποστούν άλλα βασανιστήρια από τους κατακτητές.
Αξίζει να σημειωθεί και το εξής: σύμφωνα με τον Οθωμανικό Νόμο, ο Σουλτάνος διένειμε τα κατακτημένα εδάφη στον τουρκικό πληθυσμό. Ειδικότερα, οι κατακτημένες περιοχές, οι ιδιοκτησίες των κατοίκων, οι καλλιεργήσιμες γαίες και η φορολογία ήταν υπό τον έλεγχό του. Κοινόχρηστοι χώροι (πλατείες, οδοί) και απομονωμένες περιοχές δεν ανήκαν σε κανέναν. Αυτά τα εδάφη καλλιεργούσαν οι Μαρουσιώτες, αποκρύπτοντας τα εισοδήματά τους από τους κατακτητές.
Πιθανότατα αναπτύχθηκε το ανταλλακτικό εμπόριο, καθώς το χρήμα ήταν σπάνιο. Το Τοπικό Ταμείο χορηγούσε δάνεια με υψηλούς τόκους για έξοδα καλλιέργειας και άλλων αναγκών. Ως αποτέλεσμα, οι καλλιεργητές οδηγούνταν στην πτώχευση, αδυνατώντας να ανταποκριθούν στις φορολογικές τους υποχρεώσεις. Συνεπώς, ήταν αρκετά συχνό φαινόμενο η παραπομπή τους σε δίκη. Προκειμένου να διασώσουν τα κτήματά τους, οι κάτοικοι του Αμαρουσίου, τα αφιέρωναν στην εκκλησία και ιδίως στις Μονές Πεντέλης και Πετράκη (που σταδιακά απέκτησαν τεράστια ακίνητη περιουσία). Από την καλλιέργεια γαιών από κατοίκους Αμαρουσίου αποστελλόταν μικρό μέρος του εισοδήματος στις δύο μονές.
Ο ΑΓΩΝΑΣ ΤΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑΣ (1821) – ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΟΥ ΑΜΑΡΟΥΣΙΟΥ
Τη δύναμη και τον πλούτο στο προ-επαναστατικό Μαρούσι κατείχαν οι Τούρκοι αγάδες, οι μεγάλοι γαιοκτήμονες, οι Χωματιανοί Λογοθέτες του Πατριαρχείου Κωνσταντινούπολης, και οι μονές Πετράκη, Φιλοθέης και Πεντέλης. Ήταν, επομένως, φυσικό οι απλοί Μαρουσιώτες να αισθάνονται κάτι παραπάνω από πρόθυμοι να αποτινάξουν από πάνω τους τον ζυγό της καταπίεσης. Παράλληλα, ο οπλισμός που διέθεταν για την ασφάλεια της περιουσίας των αγάδων και το κίνητρο που είχαν λόγω της ταλαιπωρίας από τον Χατζή Αλή Χασεκί ήταν ένα ακόμη στοιχείο που διευκόλυνε τον λαϊκό ξεσηκωμό.
Λίγο πριν από την Επανάσταση και λόγω της απήχησης του κινήματος στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, οι κάτοικοι του Αμαρουσίου αποδεικνύονται έτοιμοι. Επιπλέον, οι προύχοντες, δηλαδή οι φοροεισπράκτορες του κατακτητή, υποστήριζαν τον αγώνα της ανεξαρτησίας, γιατί συνέφερε και σε αυτούς η αποτίναξη της οθωμανικής κυριαρχίας. Συγχρόνως, ιδέες της Φιλικής Εταιρείας και του Ρήγα Φεραίου ενέπνεαν τους κατοίκους των χωριών, και ειδικά τους Μαρουσιώτες.
Σύμφωνα με προφορικές μαρτυρίες, οι Μαρουσιώτες ήταν γενναίοι, τολμηροί και φιλοπόλεμοι. Έστηναν ενέδρες στους Τούρκους και στους σκότωναν (διεξήγαν ένα είδος κλεφτοπολέμου). Όσοι συλλαμβάνονταν από τους κατακτητές, βασανίζονταν και αποκεφαλίζονταν.
Με το ξέσπασμα της Επανάστασης, οπλισμένοι Μαρουσιώτες με αρχηγούς τον Σπύρο Λέκκα και τον Γιωργάκη Πέππα, έφτασαν μέχρι την Αθήνα, όπου είχε δημιουργηθεί η πρώτη επαναστατική εστία των χωριών της Βορείου Αττικής, με το πρόσχημα της προστασίας της περιουσίας των αγάδων από τις ληστοσυμμορίες. Σκοπός τους ήταν να συνδράμουν στην πολιορκία της Ακρόπολης. Όταν, σύμφωνα με μαρτυρίες, το σώμα των 1.200 ανδρών που συγκροτήθηκε (αποτελούμενο, μεταξύ άλλων, και από Μαρουσιώτες) με αρχηγό τον Μελέτη Βασιλείου, εισήλθε στην Αθήνα, εκείνος επιτέθηκε στον Οθωμανό φρουρό και τον σκότωσε. Οι Τούρκοι κλείστηκαν στην Ακρόπολη και οι Έλληνες κυριάρχησαν στην πόλη. Η πολιορκία λύθηκε το καλοκαίρι του 1821 και οι επαναστατημένοι διασκορπίστηκαν. Ο Ομέρ Βρυώνης έφτασε στο Μαρούσι για την προστασία των Τούρκων που είχαν κλειστεί στην Ακρόπολη. Το αποτέλεσμα ήταν ο εκτοπισμός Ελλήνων (μεταξύ άλλων και Μαρουσιωτών) στην Αίγινα και στη Σαλαμίνα.
Στη συνέχεια, Μαρουσιώτες και Χασιώτες, αλλά και Μεσογείτες αυτή τη φορά, υπό τους Αναστάση Λέκκα και Μήτρο Σκευά, ξεκίνησαν νέα επιχείρηση για την απελευθέρωση της Αθήνας. Η συμπλοκή έλαβε χώρα στη σημερινή οδό Διονύσου και στέφθηκε με επιτυχία. Συγκεκριμένα, μαρτυρείται ότι οι Μαρουσιώτες πολέμησαν εναντίον του Ομέρ Βρυώνη, ο οποίος είχε καταλάβει την Αθήνα αλλά έπειτα την εγκατέλειψε (Οκτώβριος 1821), αφήνοντας έναν χιλίαρχο με 300 Αλβανούς στρατιώτες ως φρουρά. Οι Έλληνες, που είχαν εκδιωχθεί στα νησιά (Νοέμβριος 1821), κατέφυγαν στο Μαρούσι μαζί με τους άλλους κατοίκους που κρύβονταν στα σπήλαια της Πεντέλης, λόγω του φόβου τους να κατευθυνθούν προς την Αθήνα. Την ίδια περίοδο, οργανώθηκε η εκγύμναση σώματος 200 πολεμιστών στο Μαρούσι (ορμητήριο). Το σώμα συμμετείχε σε μάχη στην περιοχή των Σωχωρίων (στα σύνορα Αμαρουσίου-Χαλανδρίου, στη σημερινή οδό Διονύσου). Το αποτέλεσμα ήταν ο θάνατος του αρχηγού των Μαρουσιωτών Αναστάσιου Λέκκα και η ήττα των Τούρκων, οι οποίοι ετράπησαν σε φυγή και κλείστηκαν πάλι στην Ακρόπολη. Επομένως, ενισχύθηκε το ηθικό των Ελλήνων, που συνέχισαν την πολιορκία της Αθήνας.
Στη δεύτερη πολιορκία της Ακρόπολης οι Έλληνες, υπό τον Γιωργάκη και Μήτρο Λέκκα, ανάγκασαν τους Τούρκους να παραδοθούν μετά από επτά μήνες. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την απελευθέρωση της Ακρόπολης μετά από 366 χρόνια σκλαβιάς.
Έπειτα, ωστόσο, από την πτώση του Μεσολογγίου, οι Τούρκοι, με αρχηγό τον Κιουταχή, πολιόρκησαν πάλι την Ακρόπολη το 1826. Τον Μάιο του 1827 η Ακρόπολη παραδόθηκε στους Τούρκους και οι αγωνιστές – μεταξύ άλλων και Μαρουσιώτες – εξήλθαν από το κάστρο εξουθενωμένοι.
Γενικά οι Μαρουσιώτες φαίνεται ότι συμμετείχαν σε διάφορες συγκρούσεις στην περιφέρεια της Αττικής. Ενδεικτικά αναφέρονται:
• Η μάχη του Χαϊδαρίου, στην οποία σκοτώθηκαν δύο Μαρουσιώτες από την οικογένεια Πάλλη.
• Η πρώτη μάχη της Ακρόπολης, στην οποία αιχμαλωτίστηκε η Μαρουσιώτισσα Όρσα Πετρούτσου.
• Η μάχη στην περιοχή Γεφυράκια ή Ρεματαριά του Αμαρουσίου, κατά την οποία πολλοί σκοτώθηκαν, συνελήφθησαν, αιχμαλωτίστηκαν, βασανίστηκαν και αποκεφαλίστηκαν.
Ο αγώνας και η θυσία των Μαρουσιωτών αναγνωρίστηκε με την απονομή νομισματοσήμων σε πολλούς αγωνιστές, μετά την Απελευθέρωση.
ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗΣ – ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ ΟΘΩΝΟΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΤΟΥ Α΄
Κατά τη βασιλεία του Όθωνος, σχεδόν όλες οι περιοχές στα βόρεια της Αττικής είχαν ερειπωθεί. Στο Μαρούσι, ο ελαιώνας είχε καεί και το χωριό είχε υποστεί σημαντικές ζημιές. Ωστόσο, από τις αρχές του 1833, όταν άρχισε η ανασυγκρότηση της χώρας, το Μαρούσι ανοικοδομήθηκε και εγκαταστάθηκαν παλιοί και νέοι κάτοικοι. Επίσης, άρχισαν και πάλι οι ειρηνικές δραστηριότητες και καταβλήθηκε μεγάλη προσπάθεια για την παιδεία
Το 1835 ιδρύθηκαν 7 δήμοι στην επαρχία της Αττικής. Ο δήμος Αμαρουσίου περιλάμβανε 10 χωριά και είχε έδρα το Μαρούσι, με πληθυσμό 722 κατοίκους. Οι συναλλαγές με την Αθήνα και τις γύρω περιοχές γίνονταν διαμέσου της σημερινής λεωφόρου Κηφισίας που τότε ήταν ένας μικρός, χωμάτινος δρόμος. Οι άνθρωποι μετακινούνταν πεζή, με γαϊδουράκια ή με άμαξες.
Λόγω οικονομικών δυσκολιών, για ορισμένο χρονικό διάστημα λειτουργούσε ανεπίσημα σχολείο στο σπίτι του Λέκκα. Τελικά, το 1842 απεστάλη δάσκαλος. Ωστόσο η τοπική εκπαίδευση δεν είχε ομαλό ξεκίνημα, εξαιτίας της συχνής εναλλαγής δασκάλων για πολιτικούς λόγους και διαφόρων άλλων εμποδίων.
Την εποχή εκείνη επικρατούσε έντονη πολιτική όξυνση εξαιτίας της παρατεινόμενης βαυαρικής απολυταρχίας. Γι’ αυτό, ύστερα από την έξωση του Όθωνος, οι Μαρουσιώτες πήραν μέρος σε έκτροπα σε βάρος των Βαυαρών αποίκων του γειτονικού Ηρακλείου.
Ιδιαίτερης σημασίας ήταν η κατασκευή το 1870 -επί Γεωργίου Α΄- του δημοτικού σχολείου, το οποίο αποτελούσε το δεύτερο κτήριο πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης που οικοδομήθηκε από τον δήμο Αθηναίων, και η ανέγερση το ίδιο έτος του ιερού ναού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Το Α΄ Δημοτικό σχολείο, όπως έγινε αργότερα γνωστό, μετατράπηκε αργότερα σε δημαρχείο. Σήμερα αποτελεί ένα από τα λίγα διατηρητέα κτίσματα του δήμου και είναι γνωστό ως «κτήριο του παλαιού δημαρχείου», χρησιμοποιείται δε ως χώρος φιλοξενίας εκθέσεων, συλλογών κ.λπ. Επίσης ιδρύθηκε το πρώτο παρθεναγωγείο το 1860.
Η ΖΩΗ ΣΤΟ ΜΑΡΟΥΣΙ ΚΑΤΑ ΤΟ ΔΙΑΣΤΗΜΑ 1835-1925
Τα πρώτα χρόνια της απελευθέρωσης δημιουργήθηκαν πολλά προβλήματα στο Μαρούσι λόγω της ολοκληρωτικής καταστροφής της περιοχής (ορφανές οικογένειες, υψηλή φορολογία για τους ντόπιους αγωνιστές, ληστρική αγροτική πολιτική νομαρχίας). Αρκετοί, έχοντας προσφέρει όλη τους την περιουσία στο ιερό αγώνα, ζούσαν πλέον μέσα στην φτώχεια. Ορισμένοι κατάφεραν να τιμηθούν με το «αριστείον ανδρείας», όπως ο πρώτος δήμαρχος Δημήτρης Μόσχας και ο Νικόλαος Χαϊμαντάς.
Παρά τις αντίξοες συνθήκες και τις λίγες δικές τους καλλιεργήσιμες εκτάσεις, οι Μαρουσιώτες κατάφεραν να πετύχουν σταθερή οικονομική ανάπτυξη. Ο πληθυσμός από 360 κατοίκους το 1835 έφτασε τους 2.277 το 1907. Το Μαρούσι, από το 1870 και μετά, εξελίχθηκε σε ένα γνωστό κεφαλοχώρι στα βόρεια της Αττικής, που χαρακτηριζόταν από όμορφο φυσικό περιβάλλον, άφθονα τρεχούμενα νερά και φιλόξενους κατοίκους. Το Μαρούσι μάλιστα ανέδειξε το 1896 στους πρώτους σύγχρονους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας τον πρώτο Έλληνα Ολυμπιονίκη, Σπύρο Λούη, που ασχολείτο με το εμπόριο νερού (βλ. και παρακάτω).
Η οικονομία της περιοχής ήταν κατά βάση αγροτική και κτηνοτροφική. Κομβικό ρόλο διαδραμάτιζε ο μεγάλος ελαιώνας, ο οποίος, αφενός, γοήτευε τους επισκέπτες, αφετέρου, εξασφάλιζε μια μεγάλη παραγωγή ελιάς και λαδιού, όπως και οι αμπελώνες και η παραγωγή κρασιού. Σημειώνονταν εμπορικές συναλλαγές με τα γύρω χωριά και την Αθήνα.
Ας σημειωθεί ότι κύρια πηγή πληροφόρησης για τη ζωή εκείνη την εποχή αποτελούν μαρτυρίες Ευρωπαίων και ξένων περιηγητών, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν για μικρά ή μεγάλα χρονικά διαστήματα στο Μαρούσι.
ΣΙΔΗΡΟΔΡΟΜΙΚΗ ΓΡΑΜΜΗ
Η ανάγκη σύνδεσης του κέντρου των Αθηνών με τα Βόρεια προάστια οδήγησε στη δημιουργία σιδηροδρομικής σύνδεσης μεταξύ Πειραιά, Αθήνας και Αμαρουσίου – σύνδεσης με μεγάλη σημασία για την ανάπτυξη της πόλης. Ο σιδηρόδρομος ήταν έργο της κυβέρνησης Χαριλάου Τρικούπη αλλά εγκαινιάστηκε επί πρωθυπουργίας Θεόδωρου Δηλιγιάννη και εκτελούσε τη διαδρομή Αθήνα – Κηφισιά σε τρεις ώρες. Το τρένο ονομάστηκε «Θηρίο», γιατί έβγαζε πυκνούς, μαύρους καπνούς, και τα εγκαίνια έγιναν με κάθε επισημότητα, παρουσία του πρωθυπουργού. Η πρώτη άφιξή του γιορτάστηκε πανηγυρικά την Καθαρά Δευτέρα του 1885 με μουσική και χορούς. Η άφιξη του συρμού στο Μαρούσι σήμαινε την εισροή επισκεπτών και την επακόλουθη τόνωση της τοπικής αγοράς. Παράλληλα, δημιουργήθηκαν ξενοδοχεία, ενώ το σιδηροδρομικό έργο οδήγησε στην υποχώρηση των παλαιών εθίμων και στην ταχεία επικράτηση του ευρωπαϊκού τρόπου ζωής. Το Μαρούσι αποκτά πλέον τον χαρακτήρα αθηναϊκού παραθεριστικού κέντρου.
ΜΕΣΟΠΟΛΕΜΟΣ (ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΑΠΟΚΤΗΣΗΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑΣ, ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΕΝΔΥΝΑΜΩΣΗΣ)
Με το διάταγμα της 16/02/1925 το Αμαρούσιο αναγνωρίζεται ως ξεχωριστή κοινότητα (20.000 στρέμματα), που περιλάμβανε τους σημερινούς δήμους Αμαρουσίου, Πεύκης, Μελισσίων και είχε 7567 κατοίκους. Πρώτος κοινοτάρχης διετέλεσε ο Κωνσταντίνος Γαρδέλης, ο οποίος ανέπτυξε έντονη δραστηριότητα και υλοποίησε σημαντικά έργα (ασφαλτοστρώθηκαν χωμάτινοι δρόμοι, επισκευάστηκαν γέφυρες, αγοράστηκε αυτοκίνητο καθαριότητας).
Το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού ασχολούνταν με τη γεωργία (διαδεδομένα προϊόντα: κρασί, ελαιόλαδο), ενώ αξιοσημείωτη υπήρξε η ακμή της γεωργικής σχολής, η οποία λειτουργούσε στο κτήμα Συγγρού. Πολλοί Μαρουσιώτες ασχολούνταν επίσης με το εμπόριο του νερού (βλ. παρακάτω), το οποίο, ωστόσο, το 1920 έλαβε τέλος, καθώς η υδροδότηση της Αθήνας γινόταν πλέον μέσω του φράγματος του Μαραθώνα.
Όταν η φυματίωση έλαβε μεγάλες διαστάσεις, το Μαρούσι αποτέλεσε πόλο έλξης για τους πάσχοντες λόγω του ξηρού κλίματος και του εξοχικού περιβάλλοντος, αποκτώντας τη φήμη της φυματιούπολης.
Το 1930 λειτούργησαν οι πρώτες γραμμές λεωφορείων, ενώ το Μαρούσι τη δεκαετία αυτή αποτελεί πόλο έλξης για πολλούς λογοτέχνες.
Το 1925 ιδρύθηκε γυμνάσιο και αργότερα χτίστηκε νέο συγκρότημα που λειτούργησε από το 1932 και περιλάμβανε κτήρια δημοτικού και γυμνασίου.
ΠΕΡΙΟΔΟΣ 1925-1950
Σημαντική υπήρξε η συμμετοχή των Μαρουσιωτών κατά την περίοδο της Κατοχής τόσο στον εθνικό στρατό όσο και στην εθνική αντίσταση. Το 1943 το Αμαρούσιον αναγνωρίζεται ως δήμος. Μετά το τέλος του πολέμου πραγματοποιήθηκαν σημαντικά έργα, όπως η επέκταση του υδραυλικού δικτύου. Το 1949 τα σανατόρια έκλεισαν εξαιτίας των αντιδράσεων των κατοίκων, ενώ το 1950 η Πεύκη έγινε ανεξάρτητη κοινότητα.
ΚΤΗΜΑ ΣΥΓΓΡΟΥ
Το κτήμα Συγγρού εκτείνεται από τη διασταύρωση των οδών Μεταξά και Βασιλίσσης Σοφίας μέχρι το Ζηρίνειο Γυμναστήριο της Κηφισιάς και έχει έκταση περίπου 1.100 στρέμματα
Αρχικά, το αγόρασε ο πλούσιος Άγγλος Σκιντ, με σκοπό την διενέργεια αρχαιολογικών ανασκαφών· αργότερα, το μεταπώλησε για τον ίδιο σκοπό στον Άγγλο Βιλ, από τον οποίο το αγόρασε ο Ανδρέας Συγγρός.
Παρά την πιθανότητα να οικοδομηθούν κτήρια στην περιοχή του Άλσους, μετά από τροποποίηση της διαθήκης του Ανδρέα Συγγρού, το κτήμα κληροδοτήθηκε στη σύζυγό του Ιφιγένεια και έπειτα στη Γεωργική Εταιρεία το 1920. Όσο ζούσε ο Συγγρός, το κτήμα ήταν ένας αληθινός παράδεισος με πλούσια χλωρίδα και μια τεχνητή λίμνη με καθαρά νερά. Ο ιδιοκτήτης έχτισε και μία εξοχική έπαυλη με στοιχεία πύργου – σήμερα στεγάζει το Ινστιτούτο Γεωπονικών Επιστημών του Δήμου Αμαρουσίου –, όπου γεύματα και χοροί συγκέντρωναν τους αριστοκράτες και τη βασιλική οικογένεια. Από τις λίμνες του κτήματος αρδεύονταν κήποι ορισμένης περιοχής του Αμαρουσίου. Το κτήμα φέρει και την ονομασία «Ανάβρυτα», που οφείλεται στα άφθονα αναβρύζοντα νερά, των οποίων σήμερα η στάθμη έχει κατέβει σημαντικά. Μέχρι το 1940 λειτουργούσε στο κτήμα Σχολή δενδροκομίας, κηπουρικής, μελισσοκομίας υπό τη διεύθυνση του Τρουπάκη και μέχρι τον θάνατό του. Από το 1946 η Σχολή λειτούργησε υποτυπωδώς απλώς και μόνο για να δικαιολογήσει τη λειτουργία του Ινστιτούτου Γεωπονικών Επιστημών (πρώην Γεωργική Εταιρεία). Επίσης, από το σχολικό έτος 1949-1950 το κτήμα Συγγρού φιλοξενεί το σχολείο μας, το πρώην Εθνικόν Εκπαιδευτήριον και νυν Πρότυπο Γυμνάσιο και Πρότυπο Γενικό Λύκειο Αναβρύτων.
Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΠΟΛΗ ΤΟΥ ΑΜΑΡΟΥΣΙΟΥ
Κατά τη δεκαετία ’70 λειτουργούσαν 12 δημοτικά σχολεία, ενώ στον δήμο Αμαρουσίου εντάχθηκε και ο συνοικισμός «Ψαλίδι». Στη δεκαετία του ’80 ο αγροτικός χαρακτήρας της περιοχής περιορίστηκε και το Μαρούσι μετατράπηκε πλέον σε αστικό κέντρο, καθώς πληρούσε τις κατάλληλες προϋποθέσεις, π.χ. ηλεκτρικό σιδηρόδρομο, οργάνωση τριτογενούς τομέα κλπ. Τότε ιδρύθηκε και ο σταθμός του ηλεκτρικού «Ειρήνη», δίπλα στο Ολυμπιακό Στάδιο. Η πόλη μάλιστα κατέστη πρωτοπόρος του ειρηνιστικού κινήματος, αφού κηρύχθηκε αποπυρηνικοποιημένη ζώνη μετά το Τσέρνομπιλ. Μέσα στην ίδια δεκαετία στον Δήμο εντάχθηκαν και οι περιοχές του Σισμανογλείου, του Σωρού και του Άνω Ψαλιδίου, με αποτέλεσμα τη μεγέθυνση και την περαιτέρω αστικοποίηση του προαστίου. Η δεκαετία ’90 στο Μαρούσι χαρακτηρίστηκε από υψηλή ποιότητα ζωής, ενώ, παράλληλα, οικοδομήθηκαν καινούργιες συνοικίες, πραγματοποιήθηκαν μεγάλα Ολυμπιακά έργα και διανοίχτηκε και η Αττική οδός.
Τη δεκαετία 2000 δημιουργήθηκε το Διεθνές Ολυμπιακό Μουσείο Κεραμικής κατά την περίοδο των Ολυμπιακών Αγώνων (2004). Συγκοινωνιακά έργα που επίσης συνέβαλαν στην αναβάθμιση της πόλης υπήρξαν οι σταθμοί του προαστιακού σιδηροδρόμου (Νερατζιώτισσα και Κηφισίας), ο νέος σταθμός ΗΣΑΠ – Νερατζιώτισσα, η Αττική Οδός και οι τρεις ανισόπεδοι κόμβοι της Λεωφόρου Κηφισίας.
Το Μαρούσι αποτέλεσε και αποτελεί, τέλος, την πιο σημαντική κεραμούπολη της Ελλάδας και έχει αναδειχθεί σε σύγχρονο ευρωπαϊκό κέντρο της κεραμικής τέχνης, ενώ κοσμείται με γλυπτά από σπουδαίους Έλληνες γλύπτες, τα οποία δημιουργήθηκαν στο πλαίσιο του προγράμματος «Ειρήνη και Πολιτισμός 2004».
ΜΑΡΟΥΣΙ: ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΟΛΥΜΠΙΑΚΗ ΠΟΛΗ
Μέσα σε μία δεκαετία ο πληθυσμός στο Μαρούσι αυξήθηκε από 12.000 (1981) σε 64.000 (1991). Στον δήμο εντάχθηκαν οι περιοχές του Αγίου Θωμά, του Στούντιο Α, της Νέας Λέσβου (Αναβρύτων), ενώ λειτούργησε η AMSAT (Σχολή προηγμένης τεχνολογίας και νέων μέσων Αμαρουσίου), σε συνεργασία με το Βρετανικό πανεπιστήμιο Liverpool John Moores, με στόχο την εξοικείωση των σπουδαστών με τις νέες τεχνολογίες. Αξιοσημείωτη ήταν και είναι η πολιτισμική ανάπτυξη της πόλης μέσω της λειτουργίας του πνευματικού κέντρου, των μουσείων αλλά και του δημοτικού κινηματογράφου. Συγχρόνως σημαντικές είναι οι διακρίσεις για την ανδρική ομάδα καλαθοσφαίρισης. Το 2004 το Μαρούσι βρέθηκε στο επίκεντρο της διοργάνωσης των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας, αφού εκεί οικοδομήθηκαν ή / και επεκτάθηκαν οι βασικές αθλητικές εγκαταστάσεις (Ολυμπιακό Στάδιο).
Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΠΟΛΗ ΤΟΥ ΑΜΑΡΟΥΣΙΟΥ-ΤΟ ΜΑΡΟΥΣΙ ΣΗΜΕΡΑ
Εικόνα 3: Το Μαρούσι σήμερα.
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ – ΗΘΗ – ΕΘΙΜΑ
ΚΑΤΟΙΚΙΕΣ ΑΜΑΡΟΥΣΙΟΥ
Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, αλλά και αργότερα, τα σπίτια στο Μαρούσι ήταν συνήθως διώροφα και αποτελούνταν από ένα μεγάλο δωμάτιο φωτιζόμενο από λυχνία ή δαδί ή θυμάρι που έριχναν στο τζάκι· κορμοί δέντρων χρησιμοποιούνταν ως καθίσματα, ενώ υπήρχε και το μπαούλο με τα κλινοσκεπάσματα. Υπήρχε κουζίνα, πρόχειρο κρεβάτι και φυσικά ο αργαλειός. Ο βασικό εξοπλισμός του σπιτιού αποτελούνταν από τη λάμπα, τον νιπτήρα με έναν μικρό καθρέφτη, τη λεκάνη, την κανάτα του νερού, την πετσετοθήκη, το τραπέζι στο κέντρο με καθίσματα γύρω-γύρω, τη ντουλάπα, το κρεβάτι – σπανιότερα υπήρχε καναπές – και τις φωτογραφίες στον τοίχο με συγγενικά πρόσωπα ή διάφορες παραστάσεις. Στο βάθος της κατοικίας ήταν ο στάβλος για τα μεγάλα ζώα και μικρά στέγαστρα για κουνέλια, κότες, κατσίκες. Σε πήλινα πιθάρια, κρυμμένα σε μέρος εκτός του σπιτιού, αποθηκεύονταν τα τρόφιμα.
ΔΙΑΤΡΟΦΗ-ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΗ-ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ
Κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας η διατροφή περιλάμβανε το ψωμί και τα παράγωγα του αλευριού, χορταρικά, ελιές, όσπρια, αυγά, τυρί, κρέας στις μεγάλες γιορτές. Οι Μαρουσιώτες διασκέδαζαν στους γάμους και τις γιορτές (κυρίως στις 15 Αυγούστου, κατά την εορτή της Παναγίας, πολιούχου του Αμαρουσίου).
Τον 19ο και 20ό αιώνα οι Μαρουσιώτες ασχολούνταν με την καλλιέργεια αμπελιών και ελαιών, αλλά είχαν επάρκεια και στην παραγωγή άλλων τροφίμων, όπως σιτάρι, κρασί, κηπουρικά, φρούτα. Ασχολούνταν επίσης με την κτηνοτροφία (κότες, αβγά, κατσίκες, πρόβατα, γάλα, τυρί, γιαούρτι, κρέατα), ενώ παρατηρούνταν μικρή κυκλοφορία χρήματος. Όλα τα παραπάνω τρόφιμα και αγαθά υπήρχαν σε αφθονία και οι Μαρουσιώτες όχι μόνο τα κατανάλωναν οι ίδιοι, αλλά και τα διέθεταν προς πώληση και μάλιστα σε μεγάλες ποσότητες.
ΕΝΔΥΜΑΣΙΑ
Την περίοδο της Τουρκοκρατίας οι άνδρες φορούσαν φουστανέλα, φέσι, τσαρούχια, ενώ οι γυναίκες πολύ μακριά φορέματα, υφαντά μάλλινα ή βαμβακερά. Οι άνδρες και τον 19ο και 20ό αιώνα παρέμεναν απλά ντυμένοι (μίσα, πανωβράκι, τσαρούχια, πουκαμίσα, καπέλο σκούρο με μικρό γείσο και χαμηλό τεπέ), έλαμπαν από καθαριότητα και ήταν ευτραφείς, ενώ οι γυναίκες φορούσαν φαρδιά και μακριά φορέματα, λευκές κάλτσες και παπούτσια με χαμηλό χοντρό τακούνι και είχαν τα μαλλιά τους πλεξούδες. Οι νέες φορούσαν λευκό μαντίλι στο κεφάλι με ζωγραφιές λουλουδιών, ενώ οι ηλικιωμένες σκούρο μαντίλι με παρόμοιες ζωγραφιές.
Εικόνα 4: Αγροτική και αστική μαρουσιώτικη οικία (επάνω και κάτω αριστερά αντίστοιχα). Παραδοσιακή μαρουσιώτική γυναικεία ενδυμασία (δεξιά).
ΕΘΙΜΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ
Κατά το δεκαπενθήμερο των εορτών των Χριστουγέννων διάφορες εορταστικές εκδηλώσεις διοργανώνονταν στο Μαρούσι. Για παράδειγμα, την Πρωτοχρονιά οι γυναίκες έκρυβαν την σκούπα και δεν σκούπιζαν το σπίτι και το πρωί έβγαζαν φρέσκο νερό από το πηγάδι και με ένα κλαδί ελιάς ράντιζαν το σπίτι. Στη συνέχεια έφτανε το τυχερό αγόρι, με το οποίο η οικογένεια είχε συνεννοηθεί από την προηγούμενη μέρα, για να κάνει το καλό ποδαρικό.
Την ίδια περίοδο οι παλαιοί κάτοικοι του Αμαρουσίου λάμβαναν διάφορα μέτρα προστασίας από τους καλικάντζαρους. Έκαιγαν κάθε βράδυ στην εξώπορτα του σπιτιού δύο άγρια σπαράγγια για να εμποδίσουν τους καλικάντζαρους να εισέλθουν. Αν κάποιος ήθελε να βγει από το σπίτι νύχτα, έπρεπε να πάρει μαζί του ένα αναμμένο λαδοφάναρο για να μην τον πλησιάσουν οι καλικάντζαροι.
ΤΟ ΕΜΠΟΡΙΟ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ
Το εμπόριο του νερού στο Μαρούσι αναπτύχθηκε λόγω το προβλήματος ύδρευσης που μάστιζε την Αθήνα. Η τροφοδοσία της πόλης των Αθηνών, αλλά και του Πειραιά, με νερό από το Μαρούσι αποτέλεσε μια κερδοφόρα απασχόληση για τους φτωχούς αγρότες της περιοχής.
Η κύρια πηγή νερού για εμπόριο βρισκόταν στη σημερινή πλατεία Κασταλίας, στο νοτιοδυτικό άκρο του κτήματος Συγγρού. Οι χωρικοί που εμπορεύονταν το νερό, οι νερουλάδες, γέμιζαν καθημερινά εκατοντάδες πήλινες στάμνες και έφταναν νωρίς το πρωί στην Αθήνα, όπου περιέρχονταν τις συνοικίες και διαλαλούσαν το εμπόρευμά τους. Το εμπόριο αυτό αποτέλεσε σημαντική πηγή εισοδήματος για πολλές οικογένειες. Όμως η τροφοδοσία των Αθηνών με νερό από τον Μαραθώνα το 1931 σηματοδότησε το τέλος του μαρουσιώτικου εμπορίου νερού.
Η τάξη των νερουλάδων έγινε ευρέως γνωστή και αγαπητή μετά την λαμπρή νίκη του Μαραθωνοδρόμου Σπύρου Λούη στους πρώτους σύγχρονους Ολυμπιακούς Αγώνες (1896) που ήταν νερουλάς στο επάγγελμα.
ΚΕΡΑΜΙΚΗ
Το εμπόριο του νερού δημιούργησε την ανάγκη για μεγάλες ποσότητες κεραμικών αγγείων που θα επέτρεπαν τη μαζική διακίνησή του. Παράλληλα, το κοκκινόχωμα, που βρίσκεται σε μεγάλες ποσότητες στην περιοχή, υπήρξε ο καθοριστικός παράγοντας για τη γέννηση της κεραμικής, όπως και η μικρή απόσταση του Αμαρουσίου από την Αθήνα.
Έτσι, στα τέλη του 19ου αι. αναπτύχθηκε η μαρουσιώτη κεραμική. Το πρώτο μεγάλο αγγειοπλαστείο λειτούργησε το 1890. Έκτοτε ιδρύθηκαν πολλά εργαστήρια και η αγγειοπλαστική τέχνη γνώρισε μεγάλη ακμή. Εκτός από τους πυροσωλήνες και τα πήλινα σταμνιά, στα αγγειοπλαστικά εργαστήρια παράγονταν κεσέδες για γιαούρτι, τσουκάλια, κιούπια και πιάτα.
Η τέχνη αναπτυσσόταν ολοένα και περισσότερο, τεχνίτες και μαθητές συγκεντρώνονταν από τη Σίφνο και άλλα νησιά του Αιγαίου στη νότια πλευρά της πόλης, η οποία είναι γνωστή ακόμα και σήμερα ως «Κανατάδικα». Σύντομα το Μαρούσι ταυτίστηκε με την κεραμική, εξαιτίας της οποίας προσήλκυε πλέον και επισκέπτες, και μετασχηματίστηκε σε μεσοαστική πόλη.
Το Μαρούσι κατέστη, και θεωρείται μέχρι σήμερα, κεραμούπολη της Ελλάδας. Όπως και σε άλλες κεραμουπόλεις, έτσι και στο Μαρούσι ιδρύθηκε σχολή αγγειοπλαστικής, σύγχρονο εργοστάσιο παραγωγής πηλού και υαλωμάτων και μόνιμο εκθετήριο, σε κεντρικό σημείο (επί της λεωφόρου Κηφισίας), στο οποίο παρουσιάζονται, μέχρι σήμερα, τα παραγόμενα προϊόντα των βιοτεχνικών και καλλιτεχνικών εργαστηρίων προς πώληση.
ΜΟΥΣΕΙΑ
Χαρακτηριστικό της πολιτιστικής ανάπτυξης της σημερινής πόλης του Αμαρουσίου αποτελούν τα μουσεία και τα πολιτιστικά ιδρύματα. Ενδεικτικά αναφέρονται ορισμένα, σε μορφή καταλόγου:
-
Σπαθάρειο μουσείο: Στέγη του αγαπημένου ήρωα του θεάτρου σκιών «Καραγκιόζη».
-
Βορέειος Βιβλιοθήκη: Στο σύνολό τους τα βιβλία της Βορέειου φτάνουν τους 18.000 τόμους.
-
Μουσείο Φυσικής Ιστορίας: Φιλοξενεί συλλογές φυσικής ιστορίας αλλά και νεότερες ή παλαιότερες καταγραφές ζώων, οικοσυστημάτων κλπ.
-
Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη: Το Μουσείο έχει διαμορφωθεί με βάση φωτογραφικό υλικό από το εργαστήριό του καλλιτέχνη, το οποίο τράβηξε ο ίδιος.
-
Ολυμπιακή Δημοτική Πινακοθήκη-Σπύρος Λούης: Ο χώρος αυτός αναδεικνύει την ελληνική συμβολή στο Ολυμπιακό κίνημα.
-
Ιστορικό και Λαογραφικό Mουσείο Αμαρουσίου: Στεγάζει συλλογή, η οποία περιλαμβάνει αντικείμενα και σκευή της καθημερινότητας, κειμήλια, έντυπα και φωτογραφικό υλικό αλλά και μια βιβλιοθήκη.
-
Κέντρο ελληνικής κεραμικής: Εκτίθενται έργα τέχνης με ποικιλία τεχνοτροπιών, όπως και χρηστικά είδη (μαγειρικά σκεύη, φωτιστικά κτλ.), ακόμη γλυπτά, αγάλματα και διακοσμητικά.
ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΕΣ
Το Μαρούσι τίμησαν με την εγκατάσταση ή / και την εργασία και την προσφορά τους πολλές λαμπρές προσωπικότητες του 19ου και του 20ού αιώνα. Ενδεικτικά αναφέρονται οι ακόλουθες:
Α) Η Δούκισσα της Πλακεντίας (1785-1854): Η πλούσια Γαλλίδα Σοφία Ντε Μπαρμπονά, φιλελληνίδα κατά την προεπαναστατική περίοδο αλλά και μετά την απελευθέρωση, αγόρασε απέραντες εκτάσεις στο Μαρούσι. Απολάμβανε την εκτίμηση και την αγάπη των Μαρουσιωτών που αισθάνονταν την ανάγκη να την προστατεύουν, κάθε φορά που κινδύνευε.
Β) Ο Σπύρος Λούης (1873-1930): Ο Σπύρος Λούης ήταν παιδί αγροτικής οικογένειας του Αμαρουσίου. Ως παιδί εργαζόταν στους αγρούς και διήνυε την απόσταση Μαρούσι-Αθήνα 4 φορές την ημέρα, ώστε να φέρει νερό στην τότε άνυδρη πόλη από το Μαρούσι. Η σκληρή του αυτή καθημερινότητα αποτέλεσε μια συνεχή προ-μαραθωνιακή προπόνηση.
Στους πρώτους σύγχρονους Ολυμπιακούς Αγώνες, που έλαβαν χώρα στο Παναθηναϊκό στάδιο το 1896, έφτασε στον τερματισμό του Μαραθωνίου δρόμου πρώτος: τερμάτισε τη διαδρομή σε 3 περίπου ώρες, νικώντας όλους τους ξένους συναθλητές του και μάλιστα χωρίς να έχει προηγηθεί συστηματική προπόνηση. Αυτό αποτέλεσε ένα γεγονός παγκόσμιας εμβέλειας που κατέστησε γνωστό σε όλους το Μαρούσι.
Το Μαρούσι, μαζί με την υπόλοιπη Ελλάδα, γιόρταζε για πολλές μέρες την νίκη. Μάλιστα, τα γλέντια και ο φιλαθλητισμός των κατοίκων του Αμαρουσίου οδήγησε στην συγκρότηση μιας επιτροπής, η οποία παραχώρησε το γήπεδο για την ίδρυση του Γυμναστικού Συλλόγου Αμαρουσίου «Σπύρος Λούης», που υπάρχει μέχρι και σήμερα.
Ο Σπύρος Λούης πέθανε στο Μαρούσι στις 26 Μαρτίου του 1949 σε ηλικία 68 χρόνων από καρδιακό επεισόδιο, στην επέτειο της νίκης του.
Γ) Ο Θεόφιλος Βορέας (1873-1954): από τους πρωτοπόρους επιστήμονες της εποχής του στην Ελλάδα, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και εισηγητής καινούργιων – τότε – επιστημονικών τομέων στη χώρα μας, όπως π.χ. της Ψυχολογίας. Δώρισε την πλούσια βιβλιοθήκη του στον Δήμο Αμαρουσίου, η οποία αποτέλεσε τον πυρήνα της σημερινής Βορέειου Βιβλιοθήκης.
Δ) Ο Τζων Βορρές (1887-1968): Ο Τζων Βορρές, αφού σπούδασε γεωπονική στο Λονδίνο, αγόρασε εκτάσεις γης στο Μαρούσι και δημιούργησε το κτήμα Βορρέ στην περιοχή των Μελισσίων. Το πρώτο μισό του 20ού αιώνα το κτήμα απασχολούσε πάνω από 100 Μαρουσιώτες και μάλιστα διέθρεψε, με τα προϊόντα του, τους κατοίκους του Αμαρουσίου και των Αθηνών κατά την περίοδο της Κατοχής. Το κτήμα αποτέλεσε πόλο έλξης πολλών σημαντικών ανθρώπων της εποχής, συμβάλλοντας στην μετατροπή του Μαρουσιού σε πνευματικό κέντρο. Ο Βορρές έγινε δήμαρχος για 8 χρόνια και βοήθησε στην αναβάθμιση της πόλης.
Ε) Ο Γιώργος Κατσίμπαλης (1899-1978): Ήταν μέντορας των γραμμάτων της γενιάς του ’30, καθώς προώθησε και ενίσχυσε αξιόλογους πνευματικούς ανθρώπους της εποχής. Το σπίτι του βρισκόταν στο Μαρούσι, στην περιοχή της Μαγκουφάνας (σημερινής Πεύκης).
Στ) Ο Ευγένιος Σπαθάρης (1924-2009): Αυθεντικός λαϊκός ζωγράφος και καραγκιοζοπαίχτης, ο οποίος γεννήθηκε, έζησε και εργάστηκε στο Μαρούσι. Ο δήμος Αμαρουσίου τον βοήθησε να φτιάξει μόνιμη στέγη για τις παραστάσεις του, η οποία σήμερα είναι μουσείο.
Ζ) Ο Ανδρέας Καρκαβίτσας (1865-1922): Ο γνωστός διηγηματογράφος και μυθιστοριογράφος εγκαταστάθηκε στη πόλη του Αμαρουσίου, αφού προσβλήθηκε από φυματίωση. Έγραψε πολλά γνωστά έργα (συχνά υπό το ψευδώνυμο «Πέτρος Αβράμης»), όπως ο Διγενής Ακρίτας, ο Σπανόγιαννος, η Φλογέρα, ο Ζητιάνος κ.ά.
Η) Ο Ανδρέας Συγγρός (1830-1899): Ο φημισμένος ευεργέτης ζούσε περίπου τον μισό χρόνο στην έπαυλή του, η οποία βρισκόταν και βρίσκεται στο κτήμα του στο Μαρούσι. Εκλεγόταν συνεχώς βουλευτής των Αθηνών, ίδρυσε την Ηπειροθεσσαλική Τράπεζα και, τέλος, κατασκεύασε με δικές του δαπάνες το Δημοτικό θέατρο Αθηνών, τα μουσεία Ολυμπίας και Δελφών, το Θεραπευτήριο του Ευαγγελισμού κ.ά. Σήμερα το όνομά του συνδέεται άμεσα με την πόλη λόγω του γνωστού ομώνυμου άλσους, το οποίο κατείχε.
Θ) Ο Νικόλαος Θ. Παναγόπουλος (-1960): Γεννήθηκε στην Αθήνα, αλλά έζησε και απεβίωσε στο Μαρούσι το 1960. Το 1925 ίδρυσε στο Μαρούσι, την γνωστή εταιρεία αεριούχων ποτών «ΗΒΗ», χρησιμοποιώντας το υγιεινό νερό της πόλης. Η εταιρεία απέκτησε σύντομα, λόγω της εξαιρετικής της ποιότητας, πανελλήνια φήμη, με αποτέλεσμα να προσφέρει σημαντικά στην εθνική μας οικονομία. Τα προϊόντα της είναι γνωστά και αγαπητά σε όλους μέχρι και σήμερα.
Ι) Ο Ανδρέας Μιχαλακόπουλος (1975-1938): Ο γνωστός πολιτικός και διπλωμάτης περνούσε συχνά τον χρόνο του, κυρίως τους θερινούς μήνες, στην έπαυλή του στο Μαρούσι. Μετά από μία επιτυχημένη καριέρα διετέλεσε πρωθυπουργός της Ελλάδας (1924-1925). Ήταν ο πρώτος Έλληνας πολιτικό,ς στον οποίο απονεμήθηκαν τα περισσότερα παράσημα ξένων κρατών. Υπήρξε, τέλος, ένας από τους πιο στενούς συνεργάτες του Ελευθέριου Βενιζέλου.
ΙΑ) Ο Γιάννης Τσαρούχης (1910-1989): Από τους πλέον σημαίνοντες Έλληνες εικαστικούς και διανοουμένους του 20ού αι. Η ιστορική κατοικία και εργαστήριο-ατελιέ του βρίσκεται στο Μαρούσι. Ο Τσαρούχης μαθήτευσε κοντά στον Κωνσταντίνο Παρθένη, τον Φώτη Κόντογλου, ενώ δέχθηκε επιρροές από τις ρεκλάμες του Καραγκιόζη, τη λαϊκή τέχνη αλλά και τον Henri Matisse. Στον Γιάννη Τσαρούχη είναι αφιερωμένη η εργασία που εκπονήσαμε πέρυσι, εφόσον τον θεωρούμε τη σημαντικότερη προσωπικότητα από όσους έζησαν και έδρασαν στο Μαρούσι.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ-ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Φθάνοντας στο τέλος της παρουσίασης της ιστορίας του Αμαρουσίου, ας σταθούμε λίγο και ας ρίξουμε μια ματιά πίσω στον πλούσιο αυτόν ιστορικό χώρο. Η ιστορία της περιοχής είναι μια ιστορία εξέλιξης και μεταμόρφωσης, από την αρχαιότητα μέχρι τις μέρες μας. Τη φυσιογνωμία του Αμαρουσίου, ωστόσο, διαμόρφωσαν κυρίως οι απλοί άνθρωποι του τόπου και όχι οι επιφανείς προσωπικότητες που εγκαταστάθηκαν τα τελευταία χρόνια. Η παρούσα εργασία μάς έδωσε την ευκαιρία να συνειδητοποιήσουμε και να προβάλουμε αυτόν ακριβώς τον χαρακτήρα, καθώς και την αδιάσπαστη συνέχεια από το αγροτικό παρελθόν στο μεσοαστικό παρόν, από τον παλαιό προμηθευτή της Αθήνας σε τρόφιμα και νερό μέχρι το σύγχρονο, πολύβουο προάστιο της πρωτεύουσας και από τη λατρεία της γονιμότητας και τους αρχαίους γυμνικούς αγώνες στις σύγχρονες Ολυμπιάδες, την κεραμική, τη ζωγραφική του Τσαρούχη και τη μοντέρνα γλυπτική.
Κλείνοντας, ευχόμαστε να μπορέσουμε να διαφυλάξουμε αυτήν την πολιτιστική κληρονομιά προσεκτικά, με σεβασμό και εκτίμηση, καθώς διασχίζουμε τους δρόμους του Αμαρουσίου πάνω στα ίχνη όσων βάδισαν πριν από εμάς.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ-ΔΙΚΤΥΟΓΡΑΦΙΑ
Ανώνυμο έργο (1994). Το πανηγύρι της Παναγιάς. Περιγραφές – μαρτυρίες. Έκδοση Ιστορικού και Λαογραφικού μουσείου Αμαρουσίου.
Ανώνυμο έργο (1994). Εκκλησίες και θρησκευτική ζωή στο Μαρούσι. Περιγραφές – μαρτυρίες. Έκδοση Ιστορικού και Λαογραφικού μουσείου Αμαρουσίου.
Ζαγκλής, Α. (1972). Σπύρος Λούης (1872-1972). Τιμητικός τόμος επί τη συμπληρώσει εκατονταετίας από της γεννήσεώς του. Μαρούσι: Έκδοση Δήμου Αμαρουσίου.
Ζαγκλής, Α. (1976). Αμαρούσιον (Το αρχαίον Άθμονον). Ιστορική και Λαογραφική Μελέτη. Αμαρούσιον: Εκδόσεις «Αμαρυσιάς».
Ιωάννου, Ι. (1998). Μαρουσιώτικη κεραμική. Έκδοση Ιστορικού και Λαογραφικού μουσείου Αμαρουσίου.
Καλοσπύρος, Α.Ε. (2017). Σχολή Αναβρύτων. Κριτικό Οδοιπορικό στον χώρο και στον χρόνο. Έκδοση του Δήμου Αμαρουσίου.
Κόντογλου Φώτης, Τα ρημοκλήσια του Μαρουσιού. Από τον ιστότοπο:
http://users.uoa.gr/~nektar/arts/tributes/fwths_kontogloy/ta_rhmokklhsia_toy_maroysioy.htm
Λουκάς, Δ. & Κλαδιά, Μ. (2004). Όψεις της ιστορίας και της πόλης του Αμαρουσίου. Μαρούσι: Εκδ. Αλέξανδρος.
Μασούρης Δ. (2004). Μαρουσιώτικα ενθυμήματα. Έκδοση Ιστορικού και Λαογραφικού μουσείου Αμαρουσίου.
Μέγα, Χ. Α. (2022). Χρονογραφήματα. Καθημερινά – επίκαιρα – παρελθόντα. Αθήνα: Εκδοτική Αθμόνιον.
Μπελάνου – Κωττούλα, Ευ. (2016). Το δικό μου Μαρούσι (1885-1950). Διηγήσεις και αναμνήσεις. Έκδοση ομάδας προφορικής ιστορίας ΕΚΠΑ.
Πάλλης, Γ. (2004). Μαρούσι. Δοκίμιο τοπικής ιστορίας. Μαρούσι: Εκδ. της εφημ. «Αμαρυσία».
Πάλλης, Γ. (2021). Μαρούσι 1821-1827. Ένας μικρός οικισμός της Αττικής στην Ελληνική Επανάσταση. Μάρούσι: Εκδ. Αμαρυσία
Πολιτόπουλος, Τ. (1995). Μαρουσιώτικα: Άθμονον – Αμαρύσιον – Μαρούσι. χ.ε.
Συλλογικό έργο. 40 χρόνια κεραμική. Αναδρομή στις πανελλήνιες εκθέσεις 1959-1998.
(Συλλογικός τόμος (2021). Μαρούσι: Η ιστορία της πόλης μέσα από τα εκθέματά της. Εφημ. «Αθμόνιον Βήμα». Έκδοση Δήμου Αμαρουσίου.
Σπυροπούλου – Θεοδωρίδου, Μ. 2022. Γνώθι την σεαυτήν πόλιν. Μαρούσι – Η δική μας πόλη. Αθήνα: Μελίτη.
https://maroussi.gr/dimotes/politismos/laografiko-moyseio/ Ανακτήθηκε στις 29/6/2024.
https://tsarouchis.gr/ Ανακτήθηκε στις 29/6/2024.
https://www.nationalgallery.gr/ Ανακτήθηκε στις 29/6/2024.
https://www.lifo.gr/now/athens/mpikame-sto-spiti-toy-gianni-tsaroyhi-poy-anoixe-xana-gia-koino. Ανακτήθηκε στις 29/6/2024.