Η διαχείριση της απώλειας σε παιδιά σχολικής ηλικίας-Μελέτη περίπτωσης

Ελένη Κωφονικολού (1), Γεώργιος Μπουντούρης (2)

Διευθύντρια του Ολοήμερου Δημοτικού Σχολείου Βασιλικών Σαλαμίνας, ΠΕ70 (1), Υποδιευθυντής του 4ου Δημοτικού Σχολείου Σαλαμίνας, ΠΕ70 (2)

kofonikolou@gmail.com (1), mpountourisgeorgios@gmail.com (2)

Περίληψη 

Ο θάνατος ενός αγαπημένου προσώπου αποτελεί ένα οδυνηρό γεγονός στη ζωή των παιδιών. Οι εκπαιδευτικοί έρχονται συχνά αντιμέτωποι με παιδιά που βιώνουν πένθος κι αναζητούν τρόπους για να μπορέσουν να τα στηρίξουν. Είναι ανάγκη ένα παιδί που θρηνεί όσοι είναι κοντά του να το βοηθήσουν , ν’ ακούσουν τις ανησυχίες του , να καταλάβουν τις ανάγκες του και τις αντιδράσεις του στη δύσκολη αυτή περίοδο που περνάει. Στην παρούσα εργασία μας αναφερόμαστε στην έννοια της απώλειας και του πένθους στα παιδιά σχολικής ηλικίας μέσα από τη μελέτη μιας περίπτωσης που κληθήκαμε σαν εκπαιδευτικοί να διαχειριστούμε στο χώρο του σχολείου. Περισσότερο από ποτέ  κρίνεται απαραίτητη η Σχολική  Συμβουλευτική στις μέρες μας. Τα αποτελέσματα τόσο για τους μαθητές όσο και για όλους όσους εμπλέκονται στην εκπαιδευτική διαδικασία είναι θαυμάσια. Επίσης είναι ανάγκη να ενισχυθεί και να αναδειχθεί ο πολύπλευρος ρόλος του εκπαιδευτικού.

Λέξεις κλειδιά: θάνατος,  απώλεια, μελέτη περίπτωσης, διαχείριση πένθους

1. Η έννοια της απώλειας

Όλοι οι άνθρωποι σε κάποια στιγμή της ζωής τους έρχονται αντιμέτωποι με σημαντικές απώλειες. Αυτές μπορεί να αφορούν:

  • το θάνατο κάποιου δικού τους προσώπου και όχι μόνο

  • μπορεί να είναι καταστάσεις υγείας

  • απώλεια εργασίας,

  • οικονομικά προβλήματα, αλλαγή περιβάλλοντος, απομάκρυνση από φίλους ή ακόμη και ο χωρισμός από κάποιον για τον οποίο τρέφουμε ακόμη αισθήματα.

Ανάλογα με τις εμπειρίες που έχει ο κάθε άνθρωπος μπορεί να κατανοεί τις αντιδράσεις τόσο τις δικές του όσο και των άλλων που βιώνουν την απώλεια. Είθισται την απώλεια συχνά να την συσχετίζουμε με το πένθος και το θάνατο. Η απώλεια και το πένθος δε συσχετίζονται μόνο με το θάνατο. Ίσως τα συναισθήματα από το θάνατο ενός αγαπημένου μας προσώπου να είναι πολύ πιο έντονα κι επώδυνα, όμως η απώλεια και το πένθος είναι δυνατόν να συσχετιστούν και με άλλα ερεθίσματα όπως αναφέραμε και πιο πάνω.

Το πένθος είναι μια συναισθηματική αντίδραση. Είναι ο τρόπος που αντιδρούμε στην απώλεια που εμφανίζεται στη ζωή μας κι αποτελεί μια επίπονη διαδικασία γιατί καλούμαστε να διαχειριστούμε τόσο την απώλεια που μας συμβαίνει όσο και τον εαυτό μας, να προσαρμοστούμε δηλαδή στις νέες συνθήκες ζωής. Το πένθος, λοιπόν, δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια διαδικασία φυσιολογική, που ακολουθεί ο ψυχισμός μας όταν βρίσκεται αντιμέτωπος με μια απώλεια, προκειμένου να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα.

Ο κάθε άνθρωπος, που βιώνει πένθος περνάει μέσα από μια σειρά συναισθηματικών διαδικασιών, τα λεγόμενα στάδια του πένθους. Τα στάδια αυτά, όσο δύσκολα και δυσάρεστα κι αν είναι, εξυπηρετούν συγκεκριμένη σκοπιμότητα, μια πορεία για την ενδυνάμωση του ανθρώπου που πενθεί, με τελικό προορισμό την αποδοχή της απώλειας και τη συνέχιση της ζωής.

Ο θάνατος αγαπημένων προσώπων στα παιδιά σχολικής ηλικίας –Μελέτη περίπτωσης

Στην αρχή της σχολικής χρονιάς μια  μαθήτρια της Β΄ τάξης ενός 12/θέσιου σχολείου , παιδί μονογονεϊκής οικογένειας,   αντιμετώπισε άγχος κι αρνούνταν  να ξυπνήσει το πρωί για το σχολείο. Απομονωνόταν, δεν έχει διάθεση για καμιά δραστηριότητα και παρουσίαζε  διαταραχές ύπνου. Παραπονιόταν για ξαφνική πρωινή αδιαθεσία, προφασιζόμενη  ότι οι συμμαθήτριές της δεν την παίζουν στα διαλείμματα και συχνά δεν της άρεσαν  τα ρούχα της. Η μητέρα της δεν μπορούσε να χειριστεί την κατάσταση.

 Κατόπιν συζήτησης με τη μητέρα  οι εμπλεκόμενοι εκπαιδευτικοί έμαθαν  ότι η μαθήτρια  βίωνε  ένα δύσκολο γεγονός στην οικογένειά της. Ο παππούς της που ως εκείνη τη χρονική περίοδο ζούσε μαζί της  μαζί της ,  από τότε που χώρισαν επεισοδιακά οι γονείς της , είχε καρκίνο σε τελικό στάδιο κι από στιγμή σε στιγμή αναμενόταν  το μοιραίο. Η  μαθήτρια  ήταν πολύ θλιμμένη, κλεισμένη στον εαυτό της και φοβόταν να αφήσει μόνη της τη μητέρα της . Για το λόγο αυτό δεν  ήθελε να πάει στο σχολείο.

 Ο θάνατος για τα παιδιά σχολικής ηλικίας αποτελεί ένα οδυνηρό γεγονός για τη ζωή τους. Είναι αλήθεια ότι τα παιδιά έχουν εξοικείωση με την έννοια του θανάτου περισσότερη  απ’  όσο νομίζουμε εμείς. Ο θάνατος για τα παιδιά υπάρχει μέσα στα παραμύθια, στα παιχνίδια τους στην τηλεόραση στην καθημερινότητά τους. Το πώς θ’ αντιδράσει ένα παιδί στο θάνατο αγαπημένων του προσώπων σημαντικό ρόλο παίζει η ηλικία, το νοητικό του επίπεδο , καθώς και  οι αντιδράσεις των ενηλίκων. Τα παιδιά που βιώνουν πένθος είναι ιδιαίτερα ευάλωτα. Η έννοια της κατανόησης του θανάτου επηρεάζει πολύ τον τρόπο με τον οποίο σκέφτονται. Κάποια παιδιά εκδηλώνουν τα συναισθήματά τους νιώθοντας θλίψη, θυμό κι απέραντη πίκρα κι άλλα συνεχίζουν τη ζωή τους χωρίς να δείχνουν ότι έχουν τραυματιστεί από το συμβάν του θανάτου.

Τα παιδιά για να ξεπεράσουν την απώλεια των αγαπημένων τους προσώπων πρέπει να εκφράσουν όλα τα συναισθήματα που τη συνοδεύουν.  Αν δεν εκφραστούν αυτά τα συναισθήματα δεν μπορούν να ξεπεράσουν τον πόνο τους. Χρειάζεται να γίνει αυτό για να ωριμάσουν και να συνεχίσουν να ζουν. Οι άνθρωποι που προσπαθούν να ξεφύγουν από τα συναισθήματά τους υποφέρουν για περισσότερο καιρό από εκείνους που τα εκφράζουν. Συχνά οι εκπαιδευτικοί είναι διστακτικοί να χειριστούν θέματα απώλειας που αντιμετωπίζει ένα παιδί στην τάξη τους από έλλειψη γνώσεων αλλά κι από φόβο μήπως το πληγώσουν ή το αναστατώσουν περισσότερο. Όμως τόσο ο εκπαιδευτικός όσο και οι υπόλοιποι συμμαθητές του (οι σημαντικοί άλλοι)  μπορούν να προσφέρουν πολύ καλή στήριξη στο παιδί που αντιμετωπίζει μια σημαντική απώλεια στη ζωή του.

Είναι γεγονός ότι  οι εκπαιδευτικοί δεν είναι κατάλληλα καταρτισμένοι στη διαχείριση του πένθους και της απώλειας . Ας σκεφτούμε όμως ότι η εκπαίδευση δεν αποτελεί μια σκέτη μαθησιακή διαδικασία αλλά και μια ψυχολογική διαδικασία.

 Ανάμεσα στους πολλούς ρόλους που έχει ο δάσκαλος σήμερα είναι και ο ρόλος του συμβούλου. Η συμβουλευτική στην εκπαίδευση βοηθάει στην καλή συνεργασία μεταξύ των μελών ολόκληρης της σχολικής κοινότητας κι ενισχύει τα μέλη της ν’ αναπτύξουν ψυχική ανθεκτικότητα.

Διαχείριση περίπτωσης

Στόχος του σχολείου  ήταν  να βοηθηθεί  η μαθήτρια να εκφράσει τα συναισθήματά της , να αποκτήσει ξανά συναισθηματική ισορροπία δείχνοντας εμπιστοσύνη στο σχολείο και στους συμμαθητές της. Για το λόγο αυτό ξεκίνησε η παρέμβαση  άμεσα. Αποφασίστηκε ότι ο χρόνος που θα αφιερωθεί  για την παρέμβαση στη συγκεκριμένη μαθήτρια  θα είναι ολόκληρη η σχολική χρονιά. Ο χώρος που χρησιμοποιήθηκε  για την παρέμβαση στο παραπάνω περιστατικό ήταν πρώτον η σχολική αίθουσα,  ο αύλειος χώρος και γενικότερα κάθε χώρος που χρησιμοποιούσε η μαθήτρια. Είναι πολύ σημαντικό το παιδί που πενθεί να υποστηριχτεί στο σχολικό του περιβάλλον για να μπορέσει να συνεχίσει την καθημερινότητά του.

Ο εκπαιδευτικός του τμήματος προσπάθησε να δημιουργήσει κλίμα ασφάλειας κι εμπιστοσύνης στην τάξη του τόσο για τη συγκεκριμένη μαθήτρια   όσο και για όλες/ους  τις/ τους συμμαθήτριες/τές της. Σε συνεργασία με τη Διεύθυνση του σχολείου ενημερώθηκαν όλοι οι εκπαιδευτικοί για το «τι συμβαίνει στη μαθήτρια» κι από κοινού προσπάθησαν να είναι υποστηρικτικοί τόσο απέναντι σ’ αυτή όσο και στη μητέρα της με την οποία βρέθηκαν όλοι  σε άμεση  επαφή.

Παρατηρούνταν  διακριτικά το παιδί σε όλους τους χώρους που χρησιμοποιούσε και οι εμπλεκόμενοι εκπαιδευτικοί εκδήλωναν το ενδιαφέρον τους αλλά και την πρόθεσή τους να το ακούσουν  σε ό,τι  αυτό ήθελε να τους πει. Έγινε προσπάθεια να κατανοηθούν  οι αντιδράσεις της και να διατηρηθεί η καθημερινή ρουτίνα κι ασφάλεια της σχολικής ζωής καθώς  και να τηρηθούν οι κανόνες και τα όρια μεταξύ των μαθητών. Παράλληλα αναπροσαρμόστηκαν οι στόχοι  επίδοσης ανάλογα με τις δυνατότητες του παιδιού για τη συγκεκριμένη περίοδο και καλλιεργήθηκε η αλληλοϋποστήριξη και η  συμπαράσταση ανάμεσα στους/ στις μαθητές/τριες  της τάξης.

Πολύ σημαντικό ρόλο στη διαχείριση της περίπτωσης που εξετάζουμε έπαιξε η ψυχολόγος του σχολείου. Τα παιδιά μπορεί να νιώθουν συνήθως ασφαλή όταν φροντίζονται ιδίως σε δύσκολες καταστάσεις από οικεία τους πρόσωπα με τα οποία έχουν στενή σχέση. Ο δάσκαλος είναι ένα τέτοιο πρόσωπο που, σε συνδυασμό με τη γνώση του για το μαθητή/τρια και το κοινωνικό του πλαίσιο , καθίσταται αναντικατάστατος. Όμως η διαχείριση μιας τέτοιας κατάστασης από ψυχολόγο του σχολείου θεωρείται ιδανική τόσο για την επιλογή των κατάλληλων χειρισμών όσο και για τη συναισθηματική αποφόρτιση του δασκάλου και των υπόλοιπων εκπαιδευτικών που εμπλέκονται με το μαθητή/τρια. Ωστόσο αξίζει να σημειωθεί ότι η ανάγκη συναισθηματικής αποφόρτισης διαμέσου μοιράσματος συναισθημάτων με άλλους, μπορεί να καλυφθεί και στην ομάδα αντιμετώπισης κρίσεων η οποία λειτουργεί ή θα πρέπει να λειτουργεί ουσιαστικά κι όχι τυπικά σε κάθε σχολείο.

Η ψυχολόγος του σχολείου  συναντήθηκε με τη μητέρα  αναλαμβάνοντας τη συναισθηματική της στήριξη,   καθορίζοντας συγκεκριμένο πλαίσιο για τη μαθήτρια και δίνοντας σαφής οδηγίες τις οποίες και τήρησε στο μέγιστο βαθμό η μητέρα.

Υποστήριξε τη μαθήτρια τόσο μέσα στο περιβάλλον της τάξης όσο και κατ’ ιδίαν . Αυτή ένιωσε ασφάλεια, βέβαια εξακολουθούσε να είναι μελαγχολική,  αλλά έγινε προσπάθεια από όλη την εκπαιδευτική κοινότητα  να βρίσκεται συνέχεια με τα παιδιά της τάξης της στο διάλειμμα , να παίζει και να μην αποσύρεται.

Οι γονείς των συμμαθητών /τριών υπήρξαν πολύ υποστηρικτικοί απέναντι στη μητέρα. Δημιουργήθηκαν φιλίες με γονείς που βρέθηκαν στην ίδια κατάσταση και πραγματοποιήθηκαν συναντήσεις μεταξύ τους εκτός σχολείου. Ένα άλλο σημαντικό βήμα που έγινε απ’ την πλευρά της μητέρας ήταν η αποκατάσταση των σχέσεων του παιδιού με τον πατέρα (ο πατέρας και το περιβάλλον του δεν είχαν επαφή με το παιδί). Ιδιαίτερο ρόλο έπαιξε η γιαγιά ( η μητέρα του πατέρα )της μαθήτριας η οποία  την επισκεπτόταν πολύ συχνά, έμενε μαζί τη, ς έτσι ώστε η μητέρα να βρίσκεται κοντά στον πατέρα της όταν πια μπήκε στο νοσοκομείο … και σε λίγες ημέρες έφυγε από τη ζωή.

Η μαθήτρια απουσίασε μία εβδομάδα από το σχολείο κι όταν επέστρεψε υποστηρίχτηκε ξανά από την ψυχολόγο του σχολείου. Χαρακτηριστικά της είπε:

 «όταν θα είμαι έτοιμη θα πάω να επισκεφτώ τον παππού στο νέο του σπίτι» .Οι συμμαθητές /τριές της την υποδέχτηκαν με πολύ αγάπη. Ιδιαίτερα συγκινητική υπήρξε μια στιγμή λίγο πριν χτυπήσει το κουδούνι για το πρώτο διάλειμμα , καθώς ετοιμάζονταν τα παιδιά , όπου ένας μαθητής την πλησίασε και της είπε:

 «Ξέρω πώς αισθάνεσαι. Έτσι ήμουν κι εγώ . Όταν έφυγε ο παππούς μου. Το είχα ανακαλύψει. Ήταν άρρωστος …κι ας μου είπαν ότι πήγε ταξίδι … Εγώ ήξερα ότι πήγε στον ουρανό και δε θα ξαναγύριζε… Αργότερα μου το είπε ο μπαμπάς…» .

Βρέθηκαν κι άλλα  παιδάκια που είπαν ότι είχαν χάσει γιαγιά και παππού. Ένα κοριτσάκι είπε :

 « Όλοι αυτοί εκεί στον ουρανό,  λέει η μαμά μου,  κάνουν παρέα με τον παππού σου  και χαίρονται που κι εμείς. είμαστε φίλοι. Πάμε να παίξουμε!»

Για τις εκπαιδευτικές ανάγκες διαχείρισης του πένθους η ομάδα των εκπαιδευτικών που ανέλαβε την στήριξη της μαθήτριας έγραψε ένα παραμύθι για το πένθος με τίτλο « Οι τρεις πεταλούδες» το οποίο και αξιοποιήθηκε στην τάξη.

Συμπεράσματα

Τα παιδιά της σχολικής ηλικίας είναι σε θέση να κατανοούν  το θάνατο ως ένα μόνιμο γεγονός που δυστυχώς είναι μη αναστρέψιμο όταν αυτό συμβεί. Έτσι τα παιδιά που βρίσκονται σε πένθος μπορεί να εμφανίσουν προβλήματα στη συμπεριφορά τους όπως επιθετικότητα , φοβίες,  μείωση της σχολικής τους απόδοσης, απομόνωση απόσυρση από τις καθημερινές τους δραστηριότητες . Όλα αυτά οι εκπαιδευτικοί πρέπει να τα έχουν υπόψη τους προκειμένου να τα βοηθήσουν.  Είναι αλήθεια ότι όσο πιο γρήγορα βοηθηθεί μέσα στο σχολείο ένα παιδί που βιώνει πένθος τόσο καλύτερα θα είναι τα αποτελέσματα για την αποκατάσταση της ψυχικής του υγείας. Το σχολείο αποτελεί συνέχεια της ζωής κι αυτό πρέπει να καταλάβει το παιδί ότι η ζωή συνεχίζεται και χωρίς την ύπαρξη των αγαπημένων του προσώπων.

Ένας εκπαιδευτικός θα έρθει αναπόφευκτα αντιμέτωπος κατά τη διάρκεια της επαγγελματικής του πορείας με ένα τέτοιο περιστατικό. Όσο πιο προετοιμασμένος είναι ψυχολογικά και γνωστικά για τον τρόπο αντιμετώπισης τέτοιων καταστάσεων τόσο καλύτερα θα προστατεύσει τον εαυτό του από μία ενδεχόμενη επαγγελματική εξουθένωση. Επίσης, θα είναι σε θέση να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του σύγχρονου ρόλου του, που δεν περιορίζεται στην εκπαίδευση του μαθητή αλλά επεκτείνεται και στη στήριξή του σε δύσκολες καταστάσεις, από τη στιγμή που η μάθηση προϋποθέτει ψυχική ισορροπία, καθώς και στη διαμόρφωση της ταυτότητας και γενικότερα της προσωπικότητάς του. Για να μπορέσει, όμως, ο εκπαιδευτικός να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις μιας κατάστασης κρίσης, θα πρέπει να έχει και την ανάλογη εκπαίδευση /επιμόρφωση.

Ο ρόλος του σχολείου είναι, επίσης, ιδιαίτερα σημαντικός σε καταστάσεις κρίσης, καθώς, με τη σταθερή δομή και λειτουργία του, αντιπροσωπεύει τη σταθερότητα, την ασφάλεια και τη συνέχεια που χρειάζεται το παιδί τέτοιες στιγμές. Αυτό όμως προϋποθέτει την  ύπαρξη ετοιμότητας και ενός, εκ των προτέρων, επεξεργασμένου και αξιολογημένου σχεδίου δράσης  που θα ενεργοποιείται άμεσα από μία ομάδα αντιμετώπισης κρίσεων και τον ενεργό ρόλο  και την εποπτεία του διευθυντή του σχολείου.

Βιβλιογραφία 

Ξενόγλωσση 

Eda Leshan (1998). Μαθαίνοντας να λέμε αντίο στο γονιό που χάνεται. Αθήνα: Θυμάρι.

Ελληνόγλωσση 

Αναγνωστοπούλου, Τ., Χατζηνικολάου , Σ.(2015). Το πένθος στα παιδιά. Αθήνα: Ινστιτούτο Ψυχολογίας και Υγείας .

Μπακέ,  Μαρί-Φρεντερίκ.(2001). Πένθος και υγεία. Αθήνα: Θυμάρι.

Νίλσεν , Μ.-Παπαδάτου, Δ.(1998). Το πένθος στη ζωή μας. Αθήνα: Μέριμνα.

Νίλσεν, Μ., Παπαδάτου, Δ.(1998). Όταν η αρρώστια και ο θάνατος αγγίζουν τη σχολική ζωή. Αθήνα : Πρακτικά συμποσίου

Παπαδάτου, Δ. Μαμανάκη, Ειρ.  κά.(2008).  Στηρίζοντας το παιδί που θρηνεί το θάνατο αγαπημένου του προσώπου. Μέριμνα.

Χατζηχρήστου, Χ .(2003). Κοινωνική και Συναισθηματική Αγωγή στο Σχολείο. Αθήνα: Κέντρο Έρευνας και Εφαρμογών Σχολικής Ψυχολογίας

Παράρτημα

Οι τρεις πεταλούδες

2TVV

Μια φορά κι έναν καιρό, κοντά σε μια λίμνη ζούσαν τρεις όμορφες πεταλούδες: η Νένα η γιαγιά, η Νανά η μαμά και η μικρή Νίνα. Κάθε μέρα πετούσαν ευτυχισμένες από λουλούδι σε λουλούδι και χαίρονταν την όμορφη φύση. Η μικρή Ιωάννα συνήθιζε κάθε απόγευμα να πηγαίνει στη λίμνη μαζί με τη μαμά της για να συναντήσει τις φίλες της και να παίξει. Κάθε φορά που έβλεπε τις πεταλούδες ένιωθε πολύ χαρούμενη. Τις είχε αγαπήσει πολύ. Το ίδιο κι εκείνες. Όταν την έβλεπαν να πλησιάζει στη λίμνη έκαναν έναν κύκλο γύρω της, την χαιρετούσαν χορεύοντας κι ύστερα απομακρύνονταν. Όλη την άνοιξη γινόταν αυτό. Η μικρή Ιωάννα περίμενε πότε θα έρθει η ώρα για να συναντήσει τις καινούριες φτερωτές της φίλες.

Ένα απόγευμα όμως, που η Ιωάννα πήγε όλο χαρά στο ραντεβού της με τις πεταλουδίτσες, απογοητεύτηκε. Κόντευε να νυχτώσει κι εκείνες ακόμα δεν είχαν φανεί…

 - «Τι να έγινε;», έλεγε! Ανησυχούσε πολύ.

- « Πάμε να φύγουμε, Ιωάννα», είπε η μητέρα της. Όμως η Ιωάννα ούτε που ήθελε να το σκεφτεί. Έμειναν ώσπου νύχτωσε για τα καλά και πήραν το δρόμο για το σπίτι.

- « Μη στενοχωριέσαι, Ιωάννα μου, να δεις που αύριο το απόγευμα θα είναι εκεί και θα σε περιμένουν», της είπε η μαμά της.

 Μ’ αυτή την ελπίδα η Ιωάννα έπεσε να κοιμηθεί. Το απόγευμα της άλλης μέρας έφτασε κι η Ιωάννα με τη μαμά της. Πήραν το δρόμο για τη λίμνη, σίγουρες πως θα συναντιόνταν με τις πεταλουδίτσες. Τι κρίμα όμως! Οι πεταλουδίτσες δεν ήταν πουθενά.

- « Μα τι να συμβαίνει άραγε;», αναρωτήθηκε η Ιωάννα.

 «Πού χάθηκαν; Εμένα δε με σκέφτηκαν καθόλου; Δεν ξέρουν ότι ανησυχώ;»

 Μην ξέροντας τι να κάνει τράβηξε κατά την άκρη της λίμνης. Εκεί είχαν το σπίτι τους τα βατραχάκια.

 - «Ιωάννα, τι συμβαίνει;», την ρώτησαν μόλις την είδαν να πλησιάζει.

«Φαίνεσαι λυπημένη!».

- «Καλά μου βατραχάκια», είπε η Ιωάννα, «ψάχνω τις πεταλούδες. Μήπως τις έχετε δει;».

- « Ούτε χθες ήταν εδώ ούτε σήμερα».

 Πολύ περίεργο αυτό αποκρίθηκε , η κυρία βατραχίνα. Ούτε εμείς τις έχουμε δει!

 Απογοητευμένη η Ιωάννα ρώτησε το χελιδόνι, μα ούτε αυτό ήξερε,  πού πήγαν οι πεταλούδες. Μετά ρώτησε τα μυρμήγκια, τις μέλισσες και τα νούφαρα της λίμνης. Κανένας όμως δεν ήξερε να της πει , πού ήταν οι πεταλούδες και κανένας δεν τις είχε δει δυο μέρες τώρα. Η Ιωάννα γύρισε στη μαμά της πολύ λυπημένη και ξεκίνησαν για το σπίτι τους. Στο δρόμο παρακαλούσε να μην έχουν πάθει κάτι κακό κι η μαμά της την καθησύχασε λέγοντας ότι μάλλον οι πεταλουδίτσες θα είχαν φύγει για κάποια άλλα μέρη. Αυτό όμως η Ιωάννα δεν ήθελε με τίποτα να το πιστέψει.

 - «Αποκλείεται», έλεγε με σιγουριά. «Οι πεταλουδίτσες δεν θα έφευγαν ποτέ χωρίς να μ’ αποχαιρετήσουν».

 Οι μέρες περνούσαν κι η μικρή Ιωάννα πήγαινε καθημερινά στη λίμνη μήπως κι εμφανιστούν. Όμως αυτές τίποτα. Είχαν εξαφανιστεί. Η Ιωάννα το πήρε πια απόφαση, ότι χάθηκαν για πάντα απ’ τη ζωή της. Ήρθε το καλοκαίρι και συνέχιζε τις καθιερωμένες της βόλτες στη λίμνη μαζί με τη μαμά της κι ας μην έβλεπε πια τις πεταλούδες. Επειδή τελικά τίποτα στη ζωή δεν είναι δεδομένο και τα πράγματα αλλάζουν από τη μια στιγμή στην άλλη, άλλοτε προς το καλό κι άλλοτε προς το κακό, αυτή την Κυριακή που βρέθηκε ξανά στη λίμνη μια έκπληξη την περίμενε. Εμφανίστηκε μπροστά της η πεταλουδίτσα, η μικρή Νίνα! Η Ιωάννα τα ΄χασε. Έτρεξε κοντά της, αλλά η Νίνα δεν έκανε τους χαρούμενους κύκλους,  που συνήθιζε να κάνει κάθε φορά που συναντούσε την Ιωάννα κι ήταν πολύ λυπημένη.

- « Μικρή μου πεταλουδίτσα, πού χάθηκες;», ρώτησε η Ιωάννα.

 « Πού είναι η γιαγιά σου και η μαμά σου»;

- « Καλή μου φίλη, θα σου τα πω όλα», είπε η Νίνα.

 Έτσι η Ιωάννα και η Νίνα πήγαν στην άκρη της λίμνης για να μιλήσουν .

- «Πες μου λοιπόν, τι έγινε;», ρώτησε η Ιωάννα τη Νίνα.

 - «Η Νένα η γιαγιά μου», ψέλλισε η Νίνα, «έφυγε… Έφυγε για ένα ταξίδι μακρινό, στον ουρανό και δε θα ξαναγυρίσει ποτέ, Ιωάννα! Πήρε μαζί της τα γλυκά λογάκια, τις αγκαλιές και τα παραμύθια και μ’ άφησε μόνη μου… Αρρώστησε ξαφνικά εκεί που πετούσε κι ύστερα πέθανε… Κι εγώ είμαι τόσο μα τόσο λυπημένη! Δεν μπορώ χωρίς τη γιαγιά μου, Ιωάννα! Αυτή μου γνώρισε τον κόσμο. Μ’ έμαθε να πετάω από λουλούδι σε λουλούδι, να μυρίζω, να χορεύω, να ζω την κάθε στιγμή».

 - «Αχ και να ’ξερες πόσο πολύ σε καταλαβαίνω, καλή μου φίλη», είπε η Ιωάννα. «Πέρσι ένα παγωμένο πρωινό του χειμώνα αποχωρίστηκα κι εγώ τη δική μου γιαγιά. Έφυγε γι’ αυτό το μακρινό ταξίδι, που δεν έχει γυρισμό. Έτσι ξαφνικά! Δεν πρόλαβα ούτε να της πω «αντίο». Πόνεσα πολύ.. Έκλαψα πολύ… Ξέρεις, Νίνα, δεν είναι κακό να είναι κανείς λυπημένος, ούτε να κλαίει όταν πονάει . Η μαμά μου,  μου είπε ότι η γιαγιά θα ζει για πάντα μαζί μου.

 Ξέρεις πού;

 Θα ζει μέσα στην καρδούλα μου, όπως και όλοι όσοι αγαπάμε. Όλοι αυτοί ζουν μέσα στην καρδιά μας ακόμα κι αν δεν είναι πια κοντά μας. Εμείς τους σκεφτόμαστε πάντα με αγάπη και θυμόμαστε όλα όσα έχουμε ζήσει μαζί τους. Αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να τους έχουμε κοντά μας. Να είσαι σίγουρη, μικρή μου Νίνα, ότι και η γιαγιά σου αυτό θα σου έλεγε και δε θα ήθελε να είσαι τόσο λυπημένη. Έλα τώρα, πάμε μία βόλτα εκεί που πετούσατε και χορεύατε με τη γιαγιά σου!».

Η Νίνα σκέφτηκε αυτά που της είπε η Ιωάννα κι ένιωσε καλύτερα. Είχε δίκαιο λοιπόν! – «Ιωάννα, μου έκαναν πολύ καλό τα λόγια σου», της είπε. « Η γιαγιά μου, λίγο πριν φύγει για το ταξίδι της, μου είπε ένα παραμύθι για τον Τικ το σπουργίτη.

-Ναι, τώρα το θυμάμαι. Το παραμύθι όμως της γιαγιάς έμεινε στη μέση, γιατί εγώ αποκοιμήθηκα κι η γιαγιά έφυγε… και δεν ήξερα πώς τελειώνει… Τώρα όμως ξέρω!

Άκου, λοιπόν, το παραμύθι της γιαγιάς:

 Ο Τικ έφυγε κι εκείνος γι’ αυτό το μακρινό ταξίδι στον ουρανό. Οι φίλοι του είχαν λυπηθεί πολύ. Έκλαιγαν και κελαηδούσαν λυπημένα. Όμως σκέφτηκαν να κρατήσουν μια γωνιά στην καρδούλα τους για τον Τικ για να είναι πάντα μαζί τους. Το κελάηδημά τους σιγά σιγά έγινε χαρούμενο κι ο Τικ από τον ουρανό χαιρόταν πολύ γι’ αυτό».

- «Υπέροχο το παραμύθι της γιαγιάς, Νίνα», είπε η Ιωάννα.

Οι δυο φίλες, η Ιωάννα και η πεταλουδίτσα, η Νίνα, από κείνη τη μέρα έτρεχαν χαρούμενες στη λίμνη. Η Ιωάννα τραγουδούσε κι η Νίνα έκανε κοντά της χαρούμενους κύκλους. Όλο ο καλοκαίρι το πέρασαν μαζί. Κάθε φορά που ήταν λυπημένες, γιατί τους έλειπε η γιαγιά τους, έκαναν τα εξής: Η Ιωάννα έβλεπε στο άλμπουμ φωτογραφίες της γιαγιάς και θυμόταν όλα όσα είχανε ζήσει οι δυο τους. Η Νίνα έκανε μια μεγάλη βόλτα γύρω απ’ τη λίμνη, εκεί που άλλοτε τριγύριζε χαρούμενη με τη γιαγιά της. Και οι δυο τους ξέρανε το μυστικό για τους αγαπημένους τους που δεν ήταν πια κοντά τους : «Αυτοί που αγαπάμε ζουν πάντα μέσα στην καρδιά μας»!

 II. Σημειώσεις

1. Μπακέ,  Μαρί-Φρεντερίκ.(2001). Πένθος και υγεία. Αθήνα: Θυμάρι.

2. Νίλσεν , Μ.-Παπαδάτου, Δ.(1998). Το πένθος στη ζωή μας. Αθήνα: Μέριμνα.

3. Παπαδάτου, Δ. Μαμανάκη, Ειρ.  κά.(2008).  Στηρίζοντας το παιδί που θρηνεί το θάνατο αγαπημένου του προσώπου. Μέριμνα.

4. Αναγνωστοπούλου, Τ., Χατζηνικολάου , Σ.(2015). Το πένθος στα παιδιά. Αθήνα: Ινστιτούτο Ψυχολογίας και Υγείας .

5. Eda Leshan , (1998).Μαθαίνοντας να λέμε αντίο στο γονιό που χάνεται. Αθήνα: Θυμάρι.

 6. Χατζηχρήστου, Χ .(2003). Κοινωνική και Συναισθηματική Αγωγή στο Σχολείο. Αθήνα: Κέντρο Έρευνας και Εφαρμογών Σχολικής Ψυχολογίας

 7. Νίλσεν, Μ., Παπαδάτου, Δ.(1998). Όταν η αρρώστια και ο θάνατος αγγίζουν τη σχολική ζωή. Αθήνα : Πρακτικά συμποσίου

 8. Βλέπε Παράρτημα.