Τριανταφύλλου Σεραφείμ (Serafeim A. Triantafyllou)
Εκπαιδευτικός Πληροφορικής ΠΕ 86
email: sertriant@sch.gr
Περίληψη
Η μάθηση είναι μια βασική ανθρώπινη δραστηριότητά, η οποία πραγματοποιείται καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής. Κάθε εμπειρία συνεπώς της ζωής ενδέχεται να αποτελέσει μαθησιακή εμπειρία. Η μάθηση ενηλίκων είναι μια αναπτυξιακή διαδικασία και δραστηριότητα. Μπορεί να είναι αλλαγή της συμπεριφοράς, απόκτηση γνώσεων ή δεξιοτήτων και μεταβολή ή αναδόμηση των προγενεστέρων γνώσεων. Είναι προφανές επομένως ότι μια πλήρης αλλαγή της κατεύθυνσης της μάθησης είναι σήμερα επιτακτική αναγκαιότητα και αυτό σημαίνει αλλαγή στην κουλτούρα μάθησης. Η διαδικασία αυτή συνοδεύεται από την απόσβεση της παλαιάς μάθησης, ή ενδέχεται να σημαίνει τροποποίηση των γνωστικών σχημάτων του ατόμου, ώστε να ενταχθεί σε αυτά η νέα γνώση.
Λέξεις κλειδιά: Διά Βίου Μάθηση , νέα κουλτούρα μάθησης, μάθηση ενηλίκων
Εισαγωγή
Η μάθηση ενηλίκων είναι μια αναπτυξιακή διαδικασία και δραστηριότητα. Μπορεί να είναι αλλαγή της συμπεριφοράς, απόκτηση γνώσεων ή δεξιοτήτων και μεταβολή ή αναδόμηση των προγενεστέρων γνώσεων (Παπασταμάτης, 2010: 35). Η διαδικασία αυτή συνοδεύεται από την απόσβεση της παλαιάς μάθησης, ή ενδέχεται να σημαίνει τροποποίηση των γνωστικών σχημάτων του ατόμου, ώστε να ενταχθεί σε αυτά η νέα γνώση (Hoare, 2006: 11).
Η μάθηση είναι μια βασική ανθρώπινη δραστηριότητά, η οποία πραγματοποιείται καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής. Κάθε εμπειρία συνεπώς της ζωής ενδέχεται να αποτελέσει μαθησιακή εμπειρία. Είναι προφανές επομένως ότι μια πλήρης αλλαγή της κατεύθυνσης της μάθησης είναι σήμερα επιτακτική αναγκαιότητα και αυτό σημαίνει αλλαγή στην κουλτούρα μάθησης (Banks, 2003).
Μια νέα κουλτούρα μάθησης, αυτή της διά βίου μάθησης είναι τα τελευταία χρόνια και όχι άδικα ιδιαίτερα σημαντικό θέμα της εκπαιδευτικής και κοινωνικής πολιτικής πολλών κρατών, συμπεριλαμβανομένου εξ αυτών και του Ελληνικού κράτους. Η εκπαίδευση είναι η πύλη για την είσοδο στην παγκόσμια αγορά, η οποία χρειάζεται άτομα που συνεχίζουν τη διαδικασία της μάθησης σε όλη τους τη ζωή.
Ευρωπαϊκές και διεθνείς πολιτικές Διά Βίου Μάθησης (ΔΒΜ) και η (ΔΒΜ) στην Ελλάδα
Η Ετήσια Έκθεση 2012 για τη Διά Βίου Μάθηση στην Ελλάδα παρουσιάστηκε στο Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων, Πολιτισμού και Αθλητισμού, στο πλαίσιο της συνεδρίασης του Συμβουλίου Διά Βίου Μάθησης και Σύνδεσης με την Απασχόληση, την Τρίτη 18 Δεκεμβρίου 2012. H Γενική Γραμματεία Διά Βίου Μάθησης (ΓΓΔΒΜ), επιχείρησε με την παρούσα έκθεση, μια αρχική καταγραφή όσο το δυνατό περισσότερων δράσεων ΔΒΜ, που αναπτύσσονται από το σύνολο σχεδόν του δημόσιου και ευρύτερου δημόσιου τομέα και από κυρίαρχους κοινωνικούς εταίρους. Η αποτύπωση βασίζεται σε στοιχεία που διατέθηκαν από τα Υπουργεία και τους φορείς τους, από τις Περιφέρειες και τους Δήμους, από τα Ιδρύματα Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης και από τριτοβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις εργαζομένων και εργοδοτών. Τέθηκαν στόχοι στους τομείς της εκπαίδευσης και κατάρτισης. Οι στόχοι σε επίπεδο ευρωπαϊκών δεικτών ήταν μέχρι το 2020: (i) περιορισμός σε μικρότερο του 15% του ποσοστού των ατόμων με χαμηλές επιδόσεις στις βασικές δεξιότητες (από 20% που ήταν το 2009), (ii) μείωση σε μικρότερο του 10% του ποσοστού των νέων ηλικίας 18-24 που εγκαταλείπουν πρόωρα την εκπαίδευση και την κατάρτιση (από 14,1% που ήταν το 2010), (iii) αύξηση σε 15% του ποσοστού των ενηλίκων 25-65 ετών που συμμετέχουν στη ΔΒΜ (από 9,1% που ήταν το 2010).
Η επίτευξη των ευρωπαϊκών στόχων φαίνεται να καθίσταται δυσχερέστερη για τη χώρα μας διότι εμφανίζει: (i) μόλις 3% ποσοστό συμμετοχής των ατόμων ηλικίας 25-65 ετών στη ΔΒΜ, (ii) χαμηλή συμμετοχή στη ΔΒΜ ατόμων ηλικίας 55 και άνω, (iii) ελάχιστη συμμετοχή εργατών, αγροτών και βιοτεχνών σε σύγκριση με τα στελέχη επιχειρήσεων και τραπεζών, (iv) διπλάσια συμμετοχή των κατοίκων αστικών περιοχών έναντι των κατοίκων ημιαστικών και αγροτικών περιοχών και (v) μεγαλύτερη συμμετοχή των ατόμων με υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης έναντι εκείνων με χαμηλό. Επιπλέον τα στοιχεία της Eurostat για την ύφεση κατά το 3ο τρίμηνο του 2012 αποδίδουν στη χώρα μας την πρώτη θέση στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) με ποσοστό 7,2%.
Ευρωπαϊκές και Διεθνείς Πολιτικές Διά Βίου Μάθησης
UNESCO –Πλαίσιο Δράσης της BELEM (2009-2021): Το Πλαίσιο Δράσης της Belém αποτελεί το πολιτικό κείμενο της Παγκόσμιας Συνδιάσκεψης CONFINTEA VI για την εκπαίδευση ενηλίκων, η οποία πραγματοποιείται κάθε 12 χρόνια. Σκοπός του είναι η αξιοποίηση της δύναμης και της δυναμικής της μάθησης και της εκπαίδευσης ενηλίκων για ένα βιώσιμο μέλλον για όλους. Τα κράτη καλούνται: (i) να υλοποιήσουν τις συστάσεις της Belém με όρους αυτονομίας, ώστε να υπηρετείται η ανταπόκριση στις διαφοροποιημένες ανάγκες και συνθήκες ανά χώρα, (ii) να υποβάλλουν εθνική έκθεση προόδου ανά τριετία, (iii) να υποβάλλουν στοιχεία, όποτε ζητούνται, για τις συγκριτικές ή / και συνολικές καταγραφές της UNESCO. Το Πλαίσιο Δράσης της Belém περιλαμβάνει σειρά συστάσεων προς τα κράτη-μέλη, οι οποίες εντάσσονται σε έξι τομείς: (i) γραμματισμός ενηλίκων, (ii) πολιτικές, (iii) διακυβέρνηση, (iv) χρηματοδότηση, (v) συμμετοχή, ένταξη και ισότητα, (vi) ποιότητα. Την παρακολούθηση της εφαρμογής του Πλαισίου Δράσης της Belém έχει αναλάβει το Ινστιτούτο Διά Βίου Μάθησης σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Στατιστικής της UNESCO.
ΟΟΣΑ–PIAAC (Programme for the International Assessment of Adult Competencies): Η έρευνα PIAAC είναι ένα διεθνές συγκριτικό ερευνητικό πρόγραμμα για την αποτίμηση των δεξιοτήτων και ικανοτήτων των ατόμων 16-65 ετών. Σκοπός του η συλλογή δεδομένων για την ανάπτυξη ενός βασικού δείκτη δεξιοτήτων και ικανοτήτων των ενηλίκων. Πραγματοποιείται με τη συνεργασία των Διευθύνσεων Εκπαίδευσης και Απασχόλησης του ΟΟΣΑ. Σκοπός του PIAAC είναι να: (i) προσδιοριστούν και να μετρηθούν οι γνωστικές ικανότητες που απαιτούνται για την προσωπική και κοινωνική επιτυχία, (ii) αξιολογηθεί ο αντίκτυπος αυτών των ικανοτήτων στον κοινωνικό και οικονομικό τομέα σε ατομικό και συνολικό επίπεδο, (iii) μετρηθεί η απόδοση των συστημάτων Εκπαίδευσης και Κατάρτισης στην απόκτηση των απαιτούμενων ικανοτήτων και (iv) αποσαφηνιστούν οι μοχλοί πολιτικής που μπορούν να συμβάλουν στην ενίσχυση της απόκτησης των ικανοτήτων. Για την επίτευξη αυτού του στόχου, θα αξιολογηθούν τέσσερις τομείς γνωστικών δεξιοτήτων: (i) γραμματισμός, (ii) βασικές συνιστώσες του γραμματισμού, (iii) αριθμητισμός και (iv) επίλυση προβλημάτων σε τεχνολογικά προηγμένο περιβάλλον εργασίας.
Ευρωπαϊκό Πρόγραμμα συνεργασίας στην Εκπαίδευση και Κατάρτιση 2020 (ΕΚ 2020): είναι το νέο σχέδιο συνεργασίας για τη δεκαετία 2010-2020 στην Εκπαίδευση και Κατάρτιση (ΕΚ). Τα 5 Ευρωπαϊκά Σημεία Αναφοράς του ΕΚ 2020 είναι: (i) 15% συμμετοχή ενηλίκων στη ΔΒΜ, (ii) 15% χαμηλή επίδοση στις βασικές δεξιότητες, (iii) 40% συμμετοχή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, (iv) 10% πρόωρη εγκατάλειψη του σχολείου και (v) 95% συμμετοχή στην προσχολική εκπαίδευση. Τα Ευρωπαϊκά Εργαλεία του ΕΚ 2020 είναι: ευρωπαϊκό πλαίσιο προσόντων (2008), βασικές ικανότητες (2006), διά βίου προσανατολισμός (2004), πιστοποίηση της μη-τυπικής και άτυπης μάθησης (2004) και υιοθέτηση 15 ποιοτικών δεικτών. Στο πλαίσιο του ΕΚ 2020 τα κράτη-μέλη συμφώνησαν: (i) να εγκρίνουν Εθνικά Προγράμματα Μεταρρυθμίσεων (ΕΠΜ), (ii) να αναλάβουν δράσεις πολιτικής που να συνάδουν με τους εθνικούς στόχους, (iii) να συνεργάζονται με άλλους σχετικούς τομείς σε εθνικό επίπεδο, αλλά επίσης και με άλλους φορείς, π.χ. τους κοινωνικούς εταίρους, (iv) να προάγουν την ενισχυμένη συνεργασία μεταξύ ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, ερευνητικών ινστιτούτων και επιχειρήσεων για μια καινοτόμο και δημιουργική οικονομία.
COPENHAGEN PROCESS / BRUGES COMMUNIQUE – Η Διαδικασία της Κοπεγχάγης: Το 2010, με την ψήφιση του Ανακοινωθέντος της Bruges, τέθηκαν οι ακόλουθοι στρατηγικοί στόχοι για τη δεκαετία 2011-2020: (i) ένα συνολικό όραμα για την Επαγγελματική Εκπαίδευση και Κατάρτιση (EEK) το 2020, (ii) 11 στρατηγικοί στόχοι για την περίοδο 2011-2020 με βάση το όραμα αυτό, (iii) 22 βραχυπρόθεσμα εφικτοί στόχοι σε εθνικό επίπεδο για τα πρώτα τέσσερα έτη (2011-2014) και αναφορά της στήριξης στο επίπεδο της ΕΕ, (iv) γενικές αρχές που θα διέπουν τη διακυβέρνηση και την ίδια ευθύνη για τη διαδικασία της. Το συνολικό όραμα για την EEK το 2020 συνίσταται στα ακόλουθα: (i) ελκυστική και χωρίς αποκλεισμούς EEK, (ii) υψηλής ποιότητας αρχική EEK, (iii) εύκολα προσβάσιμη και επαγγελματικά προσανατολισμένη συνεχιζόμενη EEK, (iv) ευέλικτα συστήματα EEK, με βάση τα μαθησιακά αποτελέσματα, (v) επικύρωση των μη τυπικών και άτυπων μορφών μάθησης, (vi) ενιαίος ευρωπαϊκός προσανατολισμός εκπαίδευσης και κατάρτισης, (vii) ουσιαστικά ενισχυμένες δυνατότητες για διακρατική κινητικότητα, (viii) εύκολα προσβάσιμες και υψηλής ποιότητας υπηρεσίες διά βίου ενημέρωσης, προσανατολισμού και συμβουλευτικής.
Ευρωπαϊκό Δίκτυο REFERNET: Το Δίκτυο REFERNET στοχεύει στη συνεργασία για θέματα επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης στην Ευρώπη και την προβολή της ΕΕΚ και του έργου που επιτέλεσαν τα μέλη του δικτύου. Τα κράτη-μέλη εκπροσωπούνται στο Δίκτυο και το ενημερώνουν με: (i) αναφορά εθνικής πολιτικής, (ii) ΕΕΚ στην Ευρώπη – εθνική έκθεση, (iii) εθνικά νέα για την επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση, (iv) βιβλιογραφικές αναφορές, (v) διατήρηση και ενημέρωση του εθνικού δικτυακού τόπου REFERNET.
Η Διά Βίου Μάθηση στην Ελλάδα
Γενική Γραμματεία Δια Βίου Μάθησης (ΓΓΔΒΜ): Η ΓΓΔΒΜ ασκεί επιτελικό έργο για: (i) το σχεδιασμό της δημόσιας πολιτικής ΔΒΜ, (ii) τη διαμόρφωση των σχετικών κανόνων, (iii) την εποπτεία της εφαρμογής τους, (iv) τον συντονισμό του συστήματος διοίκησης της ΔΒΜ και (v) την εποπτεία και διαχείριση του Εθνικού Συστήματος Σύνδεσης της Επαγγελματικής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης με την Απασχόληση (ΕΣΣΕΕΚΑ). Η ΓΓΔΒΜ συνεργάζεται με όλους τους φορείς διοίκησης, με τους φορείς παροχής υπηρεσιών ΔΒΜ και με τους αρμόδιους ευρωπαϊκούς φορείς. Παράλληλα, η ΓΓΔΒΜ έχει την ευθύνη σχεδιασμού και λειτουργίας συγκεκριμένων δομών κατάρτισης και εκπαίδευσης ενηλίκων. Η ΓΓΔΒΜ δραστηριοποιείται ιδιαίτερα για την αναβάθμιση του μορφωτικού επιπέδου των πολιτών της Ελλάδας, την άρση του αναλφαβητισμού και την ανατροπή του σχετικά υψηλού ποσοστού ατόμων με χαμηλές επιδόσεις στις βασικές δεξιότητες, καθώς και ατόμων που εγκαταλείπουν πρόωρα την εκπαίδευση και την κατάρτιση. Στην κατεύθυνση αυτή αναπτύσσει δράσεις με κεντρικό άξονα τη λειτουργία των Σχολείων Δεύτερης Ευκαιρίας (ΣΔΕ).
Στα ΣΔΕ το πρόγραμμα σπουδών είναι ευέλικτο και ανοικτό, επιτρέποντας να επαναπροσδιορίζονται συνεχώς οι στόχοι και να τροποποιείται το περιεχόμενο, ώστε να προσαρμόζεται στις ανάγκες των εκπαιδευομένων. Οι μέθοδοι διδασκαλίας είναι καινοτόμες και στηρίζονται στον διαφορετικό τρόπο που προσλαμβάνουν τη γνώση οι ενήλικες, καθώς και στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους. Οι συγκεκριμένες αυτές μέθοδοι επιτρέπουν τη βιωματική προσέγγιση της γνώσης, την ομαδοσυνεργατική μάθηση και τις διαθεματικές προσεγγίσεις. Στα ΣΔΕ οι εκπαιδευόμενοι δεν αποκτούν μόνο γνώσεις αλλά και κοινωνικές δεξιότητες όπως αυτές της επικοινωνίας, της συνεργασίας, της επίλυσης προβλημάτων κλπ. Επίσης υποστηρίζονται στη μαθησιακή τους πορεία από τις συμβουλευτικές υπηρεσίες του ΣΔΕ, έναν καινοτόμο θεσμό που περιλαμβάνει έναν σύμβουλο ψυχολόγο και έναν σύμβουλο σταδιοδρομίας για κάθε σχολείο.
Οι Σχολές Γονέων επίσης σχεδιάστηκαν από τη ΓΓΔΒΜ το 2003 και λειτουργούν από τότε, αρχικά με ευθύνη του Ινστιτούτου Διαρκούς Εκπαίδευσης Ενηλίκων (ΙΔΕΚΕ) και στη συνέχεια, από το τέλος του 2011 μέχρι σήμερα, με ευθύνη του Ινστιτούτου Νεολαίας και Διά Βίου Μάθησης (ΙΝΕΔΙΒΙΜ). Οι Σχολές Γονέων απευθύνονται σε γονείς παιδιών όλων των ηλικιών, κάθε εθνικής προέλευσης, ηλικίας και μόρφωσης, σε μελλοντικούς γονείς, γονείς ατόμων με αναπηρίες, εκπαιδευτικούς, ενήλικες τρίτης ηλικίας, και ευάλωτες κοινωνικά ομάδες. Στόχος τους είναι η στήριξη των γονέων, ώστε να μπορούν να ανταποκριθούν με επιτυχία στο σύνθετο και δύσκολο ρόλο τους, όπως αυτός διαμορφώνεται στις σύγχρονες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες. Το έργο προσφέρει στους γονείς και στο οικογενειακό και σχολικό περιβάλλον γνώσεις και ευκαιρίες για προβληματισμό.
Στο χώρο της Αρχικής Επαγγελματικής Κατάρτισης εντάσσονται δραστηριότητες που προσφέρουν βασικές επαγγελματικές γνώσεις, ικανότητες και δεξιότητες σε ειδικότητες, και εξειδικεύσεις με στόχο την ένταξη, επανένταξη, επαγγελματική κινητικότητα και ανέλιξη του ανθρώπινου δυναμικού στην αγορά εργασίας, καθώς και την επαγγελματική και προσωπική ανάπτυξη.
Βασικοί φορείς παροχής Αρχικής Επαγγελματικής Κατάρτισης είναι τα Δημόσια και τα Ιδιωτικά Ινστιτούτα Επαγγελματικής Κατάρτισης (ΙΕΚ). Σκοπός των ΙΕΚ είναι η παροχή κάθε είδους αρχικής ή συμπληρωματικής κατάρτισης, ώστε να συμβάλουν αποφασιστικά στην αναβάθμιση των προσόντων (γνώσεων και δεξιοτήτων) των εκπαιδευομένων, με στόχο την ένταξή τους στην αγορά εργασίας καθώς και τη βελτίωση, γενικότερα, της παραγωγικής διαδικασίας. Στην Ελλάδα λειτουργούν 93 συνολικά Δημόσια Ινστιτούτα Επαγγελματικής Κατάρτισης εγκατεστημένα σε 74 πόλεις. Η λειτουργία των ΔΙΕΚ γίνεται με ευθύνη της ΓΓΔΒΜ και χρηματοδοτείται από τον κρατικό προϋπολογισμό.
Επίσης, Η ΓΓΔΒΜ έχει μεριμνήσει και για τους μετανάστες που διαμένουν νόμιμα στη χώρα μας προσφέροντας τη δυνατότητα να μάθουν την ελληνική γλώσσα, να εξοικειωθούν με τον πολιτισμό και την ιστορία της χώρας μας, ώστε να διευκολύνονται στην επικοινωνία, συνδιαλλαγή και ομαλή και ισότιμη συμβίωση στον τόπο μας. Παράλληλα, η δυνατότητα που τους δίνεται να λάβουν πιστοποίηση ελληνομάθειας, βελτιώνει την απασχολησιμότητά τους. Το Πρόγραμμα «Εκπαίδευση των μεταναστών στην ελληνική γλώσσα, την ελληνική ιστορία και τον ελληνικό πολιτισμό – ΟΔΥΣΣΕΑΣ» αφορά στην οργάνωση και λειτουργία εκπαιδευτικού προγράμματος για την εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας ως δεύτερης, καθώς και στοιχείων ελληνικής ιστορίας και πολιτισμού. Απευθύνεται σε πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) και υπηκόους τρίτων χωρών που ζουν νόμιμα στην Ελλάδα, ανεξαρτήτως καταγωγής, από την ηλικία των 16 ετών και άνω. Κατά την περίοδο 2008-2011 λειτούργησαν 993 τμήματα με 16.625 εκπαιδευόμενους, ενώ κατά την περίοδο 2012-2014 λειτούργησαν 1.445 τμήματα με 28.900 εκπαιδευόμενους.
Η αναγκαιότητα Διά Βίου Μάθησης και υιοθέτησης μιας νέας κουλτούρας μάθησης
Η εκπαίδευση ενηλίκων μπορεί να καταστεί το όχημα για να επιτύχει κάθε άτομο την ισορροπία ανάμεσα στη μάθηση και την εργασία καθώς και την ενεργό συμμετοχή του στα κοινά (Yeaxlee, 1929). Η διά βίου μάθηση λειτουργεί ως καταλύτης για μια ρηξικέλευθη στροφή από την τυπική (σχολική) στην άτυπη μάθηση (Green, 2002).
Ιδιαίτερα κατά τη δεκαετία του ’80 η έννοια της διά βίου μάθησης εκφράστηκε με μια γλώσσα τεχνοκρατική με γνώμονα τον οικονομικό προσανατολισμό, με συνέπεια να απωλέσει το ανθρωπιστικό και δημοκρατικό της περιεχόμενο σε μεγάλο βαθμό (Gustavsson, 2002). Στην πράξη η διά βίου μάθηση εκφράζεται με 6 μοντέλα της εκπαίδευσης ενηλίκων (McIntosh, 2005) και ειδκότερα: (i) Το λειτουργικό μοντέλο το οποίο εστιάζει στο ανθρώπινο κεφάλαιο και δίνει έμφαση στη διδασκαλία βασικών επαγγελματικών δεξιοτήτων, (ii) Το μοντέλο του κριτικού προγραμματισμού, το οποίο σχετίζεται με την εργασία του Paulo Freire και ζητά από τους μαθητές να αναπτύξουν κριτική στάση και να αμφισβητήσουν την υπάρχουσα κοινωνική πραγματικότητα, (iii) Το μοντέλο της κοινωνικής δικαιοσύνης, το οποίο εστιάζει στην εκπαίδευση των ευπαθών κοινωνικών ομάδων, (iv) Το μοντέλο της στοχαστικής μάθησης, δηλαδή αυτό που επιδιώκει να βοηθήσει τους εκπαιδευομένους να μάθουν τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να σκέφτονται, (v) Το μοντέλο της αντισταθμιστικής εκπαίδευσης, το οποίο προωθεί την ιδέα παροχής επιπρόσθετων εκπαιδευτικών ευκαιριών στους μαθητές που υστερούν, (vi) Το ανθρωπιστικό μοντέλο, το οποίο εστιάζει στη διεύρυνση των οριζόντων των εκπαιδευομένων και στην ανάπτυξη των νοητικών τους ικανοτήτων.
Η διαδικασία της διά βίου μάθησης είναι μια ελεύθερη πορεία με την ανθρωπιστική της έννοια, μέσω της οποίας το κάθε άτομο επιδιώκει αυτοδύναμα να προσεγγίσει και να ανακαλύψει την αλήθεια (Παπασταμάτης, 2010: 45; Triantafyllou, 2013; Triantafyllou 2014; Triantafyllou 2018; Triantafyllou 2021; Triantafyllou 2022a).
Το πρώτο βήμα για την κατανόηση μιας μαθησιακής διαδικασίας είναι να διερευνήσουμε τις ερμηνείες που δίνουμε για τον κόσμο. Για να βελτιωθεί η μαθησιακή διαδικασία πρέπει να δούμε τον κόσμο με τα μάτια των άλλων πολιτισμικών ομάδων (Γκοτοβός, 2002, Gustavsson, 1997: 246).
Η ικανότητα των ενηλίκων να μαθαίνουν τον τρόπο με τον οποίο μαθαίνουμε (learning to learn) αποτελεί βασικό σκοπό της εκπαίδευσης ενηλίκων (Triantafyllou 2022b; Triantafyllou 2022c, Triantafyllou 2023b). Η μάθηση του τρόπου μάθησης είναι μια έννοια με περιεχόμενο για το οποίο δεν υπάρχει απόλυτη ομοφωνία. Λειτουργεί λοιπόν ως έννοια-ομπρέλα για οποιαδήποτε προσπάθεια των ενηλίκων να κατανοήσουν τον ίδιο τον τρόπο μάθησής τους. Σύμφωνα με τους ειδικούς η ικανότητα της μάθησης του τρόπου μάθησης προϋποθέτει μια επιστημολογική συνείδηση πολύ βαθύτερη από το να επιτυγχάνει κανείς να έχει αρκετά υψηλές επιδόσεις σε ένα γνωστικό αντικείμενο (Triantafyllou 2023a).
Μερικοί υποστηρίζουν ότι η μάθηση του τρόπου μάθησης είναι αρμοδιότητα του σχολείου και όχι της εκπαίδευσης ενηλίκων. Πρέπει όμως να τονισθεί ότι η ανάπτυξη αυτής της ικανότητας δηλαδή του τρόπου να μαθαίνει κανείς είναι πολύ δύσκολο εγχείρημα, ώστε να περιορισθεί μόνο στην τυπική πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Είναι μια ικανότητα την οποία πρέπει να θεωρήσουμε ως σκοπό μιας διά βίου μάθησης (Καψάλης Α., Παπασταμάτης Α., 2000).
Με τον όρο «Συνεχιζόμενη Επαγγελματική Κατάρτιση» εννοούμε την κατάρτιση του ανθρώπινου δυναμικού που συμπληρώνει, εκσυγχρονίζει ή και αναβαθμίζει γνώσεις, ικανότητες και δεξιότητες, οι οποίες αποκτήθηκαν από τα συστήματα Επαγγελματικής Εκπαίδευσης και Αρχικής Επαγγελματικής Κατάρτισης ή από επαγγελματική εμπειρία με στόχο την ένταξη ή επανένταξη στην αγορά εργασίας, τη διασφάλιση της εργασίας και την επαγγελματική και προσωπική ανάπτυξη (Ν. 3879/2010, άρθρο 2).
Ιδιαίτερα στο σημερινό οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον, το ενδιαφέρον των πολιτών για προγράμματα Συνεχιζόμενης Επαγγελματικής Κατάρτισης είναι αυξημένο. Στην Ελλάδα προσφέρεται συνεχιζόμενη κατάρτιση από τα κέντρα επαγγελματικής κατάρτισης (ΚΕΚ), τα οποία στην πλειονότητά τους υπάγονται στο Υπουργείο Εργασίας, αλλά και από άλλους φορείς.
Η Γενική Εκπαίδευση Ενηλίκων παρέχεται από φορείς τυπικής και μη τυπικής εκπαίδευσης. Η ΓΓΔΒΜ αναπτύσσει δράσεις στο χώρο της μη τυπικής εκπαίδευσης ενηλίκων απευθυνόμενη στην οικογένεια, με προγράμματα για γονείς, αλλά και με διαγενεακές παρεμβάσεις. Οι δράσεις αυτές συχνά εφαρμόζονται στοχευμένα σε ομάδες που πλήττονται από δυσμενείς κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες ή από άλλους παράγοντες που συνδέονται με το φύλο, την ηλικία, την εθνική ή πολιτισμική ταυτότητα ή κάποια αναπηρία. Όσον αφορά στις υφιστάμενες δομές, προγράμματα Γενικής Εκπαίδευσης Ενηλίκων προσφέρονται από τις Σχολές Γονέων και, με την ενεργοποίηση των κέντρων Διά Βίου Μάθησης (ΚΔΒΜ), θα παρέχονται κατά κύριο λόγο από αυτά, ενώ τυπική εκπαίδευση ενηλίκων παρέχεται από τα Σχολεία Δεύτερης Ευκαιρίας (ΣΔΕ).
Παιδαγωγικές Προσεγγίσεις στην Εκπαίδευση Ενηλίκων
Σύμφωνα με το σύγγραμμα «Τα βασικά «εργαλεία» του εκπαιδευτή ενηλίκων», το οποίο αποτελεί μετάφραση του πρωτοτύπου: «Les outils d’ excellence du formateur» (Courau, 2000), ο επιστημονικός υπεύθυνος της σειράς «Εκπαίδευση Ενηλίκων» των εκδόσεων Μεταίχμιο, Αλέξης Κόκκος, στο εισαγωγικό σημείωμα του συγγράμματος επισημαίνει την ανάγκη απόκτησης γνώσεων και δεξιοτήτων από τους ενηλίκους ως συνέπεια των εξελίξεων σε οικονομικό, τεχνολογικό, κοινωνικό και πολιτισμικό τομέα.
Οι ενήλικοι συγκεκριμένα πρέπει να διαθέτουν: γενική παιδεία, τεχνικές γνώσεις και βασικές κοινωνικές δεξιότητες. Τα προσόντα αυτά αναπτύσσονται μέσω της διά βίου μάθησης, γι’ αυτό πολλαπλασιάζονται αφενός τα προγράμματα εκπαίδευσης ενηλίκων κι αφετέρου οι ενήλικοι που συμμετέχουν σ’ αυτά.
Στην Ελλάδα πάνω από 300.000 ενήλικοι ετησίως παρακολουθούν προγράμματα εκπαίδευσης ή κατάρτισης. Η ποιότητα τους εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τους εκπαιδευτές ενηλίκων, που στην Ελλάδα μέχρι πρόσφατα φρόντιζαν μόνοι τους για την απόκτηση των απαιτούμενων προσόντων εφόσον δεν υπήρχαν οι αρμόδιοι φορείς.
Ωστόσο, το τμήμα Εκπαιδευτικής και Κοινωνικής Πολιτικής του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, το Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο (Ε.Α.Π.), η εκπόνηση αναλυτικού προγράμματος και διδακτικού υλικού για την εξ αποστάσεως εκπαίδευση των εκπαιδευτών συνεχιζόμενης επαγγελματικής κατάρτισης, που είναι γραμμένοι στο Μητρώο του Εθνικού Κέντρου Πιστοποίησης, καθώς και το παραπάνω σύγγραμμα και γενικά όλη η σειρά βιβλίων «Εκπαίδευση Ενηλίκων» έχουν αναβαθμίσει σημαντικά το ρόλο και την ποιότητα του έργου του εκπαιδευτή ενηλίκων στην Ελλάδα.
Ειδικότερα, η παιδαγωγική διαφοροποιεί τους εκπαιδευτές μεταξύ τους και επιτρέπει στην ομάδα και στα άτομα να επιτυγχάνουν σημαντική πρόοδο. Για να αναπτυχθεί η παιδαγωγική διάσταση στο λειτούργημα του εκπαιδευτή, ο τελευταίος πρέπει: (i) να γνωρίζει και να κατανοεί ορισμένες βασικές αρχές της παιδαγωγικής των ενηλίκων, (ii) να επεξεργάζεται μια εκπαιδευτική στρατηγική που να επιτρέπει την επίτευξη των στόχων, (iii) να επιλέγει και να χρησιμοποιεί εργαλεία και τεχνικές που να αντιστοιχούν σε αυτήν την εκπαιδευτική στρατηγική, (iv) να σχεδιάζει ένα εκπαιδευτικό πρόγραμμα από την αρχή ως το τέλος, (v) να εμψυχώνει την ομάδα του και να διαχειρίζεται τις σχέσεις των μελών της έχοντας γνώση των αρχών και θεωριών της εμψύχωσης των ομάδων, εντοπίζοντας τις διάφορες τυπολογίες των εκπαιδευομένων και των εκδηλώσεων τους, εφαρμόζοντας τις τεχνικές χειρισμού των σχέσεων και κατανόηση της φιλοσοφίας τους.
Οι διάφορες αντιλήψεις περί εκπαιδευτή και εκπαιδευομένου συνυπάρχουν σε όλη τη διάρκεια της Ιστορίας. Συνεπώς, δεν υπάρχει καμία εξέλιξη στα παιδαγωγικά ρεύματα. Η επιλογή ανάμεσα στο ένα ή το άλλο ρεύμα γίνεται με γνώμονα την αντίληψη μας για την έννοια των παιδαγωγικών στόχων. Τα τέσσερα κύρια ρεύματα της παιδαγωγικής αποτελούν: (i) το Παραδοσιακό, (ii) το Συμπεριφοριστικό, (iii) το Ανθρωπιστικό και (iv) το Φονξιοναλιστικό.
To Παραδοσιακό ρεύμα είναι μια παιδαγωγική που επικεντρώνεται στον εκπαιδευτή και στο προς μετάδοση μήνυμα. Το ρεύμα αυτό ξεκινά από την ιδέα ότι ο διδάσκων κατέχει τη γνώση. Η παιδαγωγική τεχνική που χρησιμοποιείται περισσότερο είναι η προφορική παρουσίαση. Σήμερα χρησιμοποιούνται διάφορα εργαλεία, όπως οπτικοακουστικό υλικό, διαφάνειες παρουσίασης και άλλα εκπαιδευτικά εργαλεία που μπορούν να ευνοήσουν την αφομοίωση και την απομνημόνευση της γνώσης από τους εκπαιδευόμενους.
Το συμπεριφοριστικό ρεύμα αποτελεί μια παιδαγωγική που επικεντρώνεται στην εκπαιδευτική διαδικασία και στο εργαλείο (τεστ, υπολογιστής). Σύμφωνα με το ρεύμα αυτό μπορούμε να αλλάξουμε τη συμπεριφορά ενός εκπαιδευομένου υποβάλλοντας τον σε εξωτερικά ερεθίσματα.
Το ανθρωπιστικό ρεύμα, που άκμασε τη δεκαετία του ᾽70, είναι μια παιδαγωγική που επικεντρώνεται στον εκπαιδευόμενο. Παρουσιάζει τον εκπαιδευτή σαν σύμβουλο, ο οποίος στοχεύει στην ανάπτυξη της αυτονομίας των εκπαιδευομένων. Το ανθρωπιστικό ρεύμα θεωρεί ότι ο εκπαιδευόμενος έχει την αυθόρμητη διάθεση να μάθει.
Tο φονξιοναλιστικό ρεύμα είναι μια παιδαγωγική που επικεντρώνεται στο στόχο και στις εκπαιδευτικές τεχνικές. Το ρεύμα αυτό θεωρεί τον εκπαιδευτή ως καθοδηγητή, ο οποίος έχει ως καθήκον την επίτευξη των εκπαιδευτικών στόχων. Ο εκπαιδευόμενος πρέπει να γνωρίζει τους στόχους, ελέγχει τη μαθησιακή του πορεία, γνωρίζει το πρόγραμμα της εκπαιδευτικής διαδικασίας.
Μπορούμε να κατατάξουμε τα παραπάνω ρεύματα σύμφωνα με δύο άξονες: α) την κατοχή της γνώσης (ανήκει στον εκπαιδευτή, στον εκπαιδευόμενο), β) τη θυμική ή ορθολογική διάσταση που αναπτύσσεται κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσης.
Η γνώση αυτών των τεσσάρων παιδαγωγικών ρευμάτων επιτρέπει στον εκπαιδευτή: α) να αναλύσει τις πρακτικές εμψύχωσης που χρησιμοποιεί, β) να διευρύνει το γνωστικό του πεδίο και να επινοήσει έναν άλλον τρόπο εκπαίδευσης. Σήμερα ένας εκπαιδευτής επιλέγει την εκπαιδευτική διαδικασία που θα ακολουθήσει βάσει δύο παραμέτρων: (i) τις προϋποθέσεις μάθησης ενηλίκων, (ii) τους στόχους που έχουν τεθεί για τη συγκεκριμένη εκπαίδευση.
Επτά προϋποθέσεις μάθησης των ενηλίκων: Επτά σημαντικές προϋποθέσεις μάθησης των ενηλίκων είναι συνοπτικά οι παρακάτω: (i) Ο ενήλικος μαθαίνει όταν καταλαβαίνει, (ii) Ο ενήλικος μαθαίνει όταν η εκπαίδευση έχει άμεση σχέση με την καθημερινότητα, (iii) Ο ενήλικος μαθαίνει όταν κατανοεί και αποδέχεται τους στόχους του εκπαιδευτικού προγράμματος, (iv) Ο ενήλικος μαθαίνει όταν ενεργεί και εμπλέκεται, (v) Ο ενήλικος μαθαίνει όταν ο εκπαιδευτής ξέρει να αξιοποιεί τα αποτελέσματα της επιτυχίας και της αποτυχίας, (vi) Ο ενήλικος μαθαίνει όταν νοιώθει ενταγμένος σε μια ομάδα, (vii) Ο ενήλικος μαθαίνει μέσα σε κλίμα που ευνοεί τη συμμετοχή.
Μια άσκηση εναρμόνισης: Αν παραλληλίσουμε τις επτά προϋποθέσεις μάθησης των ενηλίκων με τα τέσσερα παιδαγωγικά ρεύματα, αντιλαμβανόμαστε ότι τα ρεύματα δεν πληρούν όλες τις προϋποθέσεις: Ειδικότερα, το παραδοσιακό ρεύμα δεν δημιουργεί συμμετοχικό κλίμα και δεν δίνει στον εκπαιδευόμενο τη δυνατότητα να δράσει, το συμπεριφοριστικό ρεύμα παραβλέπει τον παράγοντα ομάδα, το ανθρωπιστικό ρεύμα δεν ενστερνίζεται απόλυτα την έννοια του στόχου και δεν λαμβάνει υπόψη τη σχέση με την καθημερινότητα και το φονξιοναλιστικό ρεύμα δεν εξασφαλίζει τον έλεγχο των επιπτώσεων της επιτυχίας και της αποτυχίας. Συνεπώς για να πετύχει τους στόχους της η εκπαιδευτική διαδικασία πρέπει να συμπεριλαμβάνει εκπαιδευτικές τεχνικές οι οποίες προκύπτουν και από τα τέσσερα ρεύματα.
Η εκπαιδευτική στρατηγική συνίσταται στην επαγωγική υλοποίηση μιας σειράς δραστηριοτήτων μέσα από την οποία γίνεται εφικτή η επίτευξη των στόχων. Λαμβάνοντας υπόψη τις επτά προϋποθέσεις μάθησης των ενηλίκων, ένα εκπαιδευτικό πρόγραμμα ανεξάρτητα από τη διάρκεια του πρέπει να αποτελείται από εναλλασσόμενες δραστηριότητες. Έτσι, ο τελικός στόχος επιμερίζεται σε υποστόχους ή διδακτικές ενότητες, καθεμιά από τις οποίες περιλαμβάνει διάφορες δραστηριότητες. Ο προσδιορισμός των γενικών στόχων στην εκπαίδευση είναι βασικός γιατί: α) Επιτρέπει στον υπεύθυνο σχεδιασμού του εκπαιδευτικού προγράμματος και στον εκπαιδευτή να οργανώσουν τη διαίρεση σε διδακτικές ενότητες και σε εκπαιδευτικές δραστηριότητες συνυπολογίζοντας τον παράγοντα του χρόνου, β) Καθησυχάζει τους εκπαιδευομένους, τους επιτρέπει να περιορίσουν την αντίσταση τους στην αλλαγή, να δομήσουν την εμπλοκή τους στην εκπαιδευτική διεργασία πάνω σε υγιείς και σαφείς βάσεις.
Οι εκπαιδευτικοί στόχοι είναι τριών ειδών: (i) Γνωστικός στόχος (είμαι ικανός να γνωρίζω/καταλαβαίνω/ορίζω κ.ά.), (ii) Ψυχοκινητικός στόχος ή τεχνογνωσία ή ικανότητες (είμαι ικανός να διορθώνω/ ελέγχω/ χρησιμοποιώ κ.ά.), (iii) Θυμικός στόχος ή αυτογνωσία ή συμπεριφορά (είμαι ικανός να προσαρμόζομαι/ αισθάνομαι/ εντάσσομαι κ.ά.). Η ικανότητα διατύπωσης τελικών στόχων, καθώς και στόχων ανά διδακτική ενότητα, αντιστοιχεί στη βασική τεχνογνωσία που πρέπει να αποκτηθεί προκειμένου να διαμορφωθεί μια εκπαιδευτική στρατηγική. Για να εφαρμοστεί μια ορισμένη εκπαιδευτική στρατηγική πρέπει να είναι γνωστό το αναμενόμενο αποτέλεσμα.
Τα τέσσερα στάδια της Μάθησης: Ένας ενήλικος μαθαίνει ακολουθώντας χρονολογικά τέσσερα στάδια: (i) Το στάδιο της ασυνείδητης ανικανότητας: Είναι το προκαταρκτικό στάδιο στο ξεκίνημα κάθε μάθησης. Ο ενήλικος δεν ξέρει ότι δεν ξέρει να κάνει κάτι που δεν προσπάθησε ποτέ να κάνει, (ii) Το στάδιο της συνειδητής ανικανότητας: Υπάρχει στην αρχή του εκπαιδευτικού προγράμματος και είναι ένα οδυνηρό στάδιο από το οποίο πηγάζουν αντιδράσεις απόρριψης ή αποθάρρυνσης. Ο ενήλικος διαπιστώνει ότι δεν ξέρει να κάνει κάτι που νόμιζε πως γνώριζε, (iii) Το στάδιο της συνειδητής ικανότητας: Πρόκειται για το στάδιο που καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος ενός εκπαιδευτικού προγράμματος και στο στάδιο αυτό γίνεται εξάσκηση κι εφαρμογή. Ο ενήλικος συνειδητοποιεί ότι εφαρμόζει μια τεχνική που έμαθε πρόσφατα την ίδια στιγμή που την εφαρμόζει. Στο στάδιο αυτό ο ενήλικος μπορεί να εργαστεί σε ομάδες ενεργοποιώντας την άμιλλα, καθώς και να αναπτύξει την αυτοαξιολόγηση, (iv) Το στάδιο της υποσυνείδητης ικανότητας: Στόχος της εκπαιδευτικής στρατηγικής είναι να οδηγήσει κάθε συμμετέχοντα στο στάδιο της υποσυνείδητης ικανότητας σε ό,τι αφορά τις περισσότερες διδακτικές ενότητες και τους τελικούς στόχους του εκπαιδευτικού προγράμματος. Στο στάδιο αυτό φτάνουμε χάρη στην εξάσκηση και στην αυτομόρφωση. Γι’ αυτό πρέπει να προσφέρονται στους εκπαιδευομένους τα εργαλεία και τα προγράμματα που θα τους επιτρέψουν να φτάσουν σε αυτό το στάδιο στο μέλλον.
Για να τηρούνται τα τέσσερα μαθησιακά στάδια, να εκπληρώνονται οι επτά προϋποθέσεις μάθησης και να επιτυγχάνονται οι εκπαιδευτικοί στόχοι, σε κάθε διδακτική ενότητα πρέπει να ακολουθείται η ακόλουθη διεργασία, που διακρίνεται σε τρία επίπεδα: (α) Δραστηριότητα διερεύνησης: η ανακάλυψη, (β) Δραστηριότητα επίδειξης: η παρουσίαση και (γ) Δραστηριότητα εφαρμογής: εξάσκηση.
Συμπεράσματα
Οι αρμόδιοι σχεδιασμού εκπαιδευτικών προγραμμάτων υποστηρίζουν ότι η διά βίου μάθηση απαιτεί την θέσπιση μίας νέας μορφής παιδαγωγικής προσέγγισης δομημένης στην σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ εκπαιδευτή και ενήλικων εκπαιδευόμενων. Κατά συνέπεια, καθίσταται δυνατή η δημιουργία μαθητοκεντρικών και συνεργατικών περιβαλλόντων μάθησης που θα στοχεύουν στην ανάπτυξη κριτικοστοχαστικής σκέψης από πλευράς εκπαιδευόμενων και μάθησης μέσω εμπειριών. Η μάθηση είναι το αποτέλεσμα της επικοινωνίας, του συντονισμού και της έμφασης σε αρχές που διατηρούν τη συνοχή. Οι εκπαιδευτικές στρατηγικές, τα εκπαιδευτικά θέματα και οι εκπαιδευτικές θεωρίες είναι άλλες σχετικές μεταβλητές που αφορούν τη δημιουργία ενός καλύτερου μαθησιακού περιβάλλοντος.
Αναφορές
Banks, J. A. (2003). Teaching Strategies for Ethnic Studies (7th edn). Boston: Allyn and Bacon.
Courau S. (2000). Τα βασικά «εργαλεία» του εκπαιδευτή ενηλίκων. Αθήνα: Μεταίχμιο.
Γκότοβος, Α. Ε. (2002). Εκπαίδευση και Ετερότητα: Συστήματα διαπολιτισμικής παιδαγωγικής, Αθήνα: Μεταίχμιο.
Green, A. (2002). The many faces of lifelong learning: Recent education policy trends in Europe. Journal of Education Policy, 17, 6:
611-626
Gustavsson, B. (1997). Lifelong learning reconsidered. In Walters, S. (ed.). Globalisation, Adult Education and Training (pp. 237-249). Leicester: NIACE.
Gustavsson, B. (2002). What do we mean by lifelong learning and knowledge. Int. J. of Lifelong Education, Vol. 21, No. 1 (January – February 2002), 13-23
Hoare, C. (2006). Growing a discipline at the borders of thought. In Hoare, C. (ed.). Handbook of Adult Development and Learning (pp. 3-26). Oxford: Oxford University Press.
Καψάλης Α., Παπασταμάτης Α. (2000) Εκπαίδευση Ενηλίκων τεύχος Β’ Διδακτική Ενηλίκων. Εκδόσεις ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ.
McIntosh,C. (2005). Introduction. In McIntosh, C. (ed.). Perspectives on Distance Education, Lifelong Learning and Distance Higher Education (pp. 1-10). Paris: UNESCO.
Παπασταμάτης, Ι. Α. (2010). Εκπαίδευση Ενηλίκων: Θεμέλια της Διδακτικής Πράξης. Εκδόσεις Ι. ΣΙΔΕΡΗΣ
Triantafyllou, S.A. (2013). The Effects of Constructivism Theory in the Environment of E-learning. GRIN Verlag, Munich.
Triantafyllou, S.A. (2014). Web 2.0 technologies in education. A brief study. GRIN Verlag, Munich.
Triantafyllou, S.A. (2018). Investigating the power of Web 2.0 Technologies in Greek Businesses. LAP LAMBERT Academic Publishing.
Triantafyllou, S. A. (2021). MOOCs and EdTech Tools for distance learning. Proceedings of The 4th World Conference on Future of Education. https://doi.org/10.33422/4th.wcfeducation.2021.12.05
Triantafyllou, S.A. (2022a). TPACK and Toondoo Digital Storytelling Tool Transform Teaching and Learning. In: Florez, H., Gomez, H. (eds) Applied Informatics. ICAI 2022. Communications in Computer and Information Science, vol 1643. Springer, Cham. https://doi.org/10.1007/978-3-031-19647-8_24
Triantafyllou, S. A. (2022b). Constructivist Learning Environments. Proceedings of The 5th International Conference on Advanced Research in Teaching and Education, 2022. https://www.doi.org/10.33422/5th.icate.2022.04.10
Triantafyllou, S. A. (2022c). Game-Based Learning and interactive educational games for learners – an educational paradigm from Greece. Proceedings of The 6th International Conference on Modern Research in Social Sciences. https://doi.org/10.33422/6th.icmrss.2022.10.20
Triantafyllou, S.A. (2023a). A Quantitative Research About MOOCs and EdTech Tools for Distance Learning. In: Auer, M.E., El-Seoud, S.A., Karam, O.H. (eds) Artificial Intelligence and Online Engineering. REV 2022. Lecture Notes in Networks and Systems, vol 524. Springer, Cham. https://doi.org/10.1007/978-3-031-17091-1_52
Triantafyllou, S. A. (2023b). «What Philosophy Can Teach Us About Games?» 7th International Conference on Social sciences, Humanities and Education, doi: https://www.doi.org/10.33422/7th.icshe.2022.12.20
Yeaxlee, B. (1929). Lifelong Education. London: Cassell