Η επαναστατική δράση στην Πάτρα ως «σμικρογραφία της όλης Επανάστασης»

Γκιώκα Ελένη, Λόη Αγγελίνα ( Μαθήτριες )

Επιβλέπων Εκπαιδευτικός : Κυριακουλόπουλος Ευάγγελος

vaggeliskyriak@yahoo.gr

Εισαγωγή

Η Πάτρα, η Μεθώνη και η Κορώνη, υπήρξαν φρούρια της Πελοποννήσου, τα οποία παρέμειναν κάτω από οθωμανική κυριαρχία σε όλη τη διάρκεια του Αγώνα. Η Πάτρα μάλιστα εξαιτίας της στρατηγικής της θέσης πολιορκήθηκε επανειλημμένα από την  ξηρά, μέχρι και τον Μάιο του 1825. Θα χρειαστεί όμως να περάσουν τρία ακόμη έτη έως την παράδοσή της στα γαλλικά στρατεύματα του N. J. Maison (18.10.1828), ενέργεια που σηματοδότησε και την έναρξη της εκκένωσης του Μοριά από τους Οθωμανούς.

Σύμφωνα με τον πατρινό ιστοριοδίφη Κ. Τριανταφύλλου, όποιος «θα παρακολουθήση την ιστορίαν της πολιορκίας των Πατρών, θα ίδη ταυτοχρόνως εν σμικρογραφία και αυτό τούτο το έργον της όλης Επαναστάσεως, την έκρηξίν της, την μορφήν της, την εξέλιξίν της, τας ελλείψεις και το αποτέλεσμά της». Πράγματι η εξεταζόμενη  στρατιωτική επιχείρηση των Πατρών προσομοιάζει αρκετά στην Ελληνική Επανάσταση, καθώς στη διάρκειά της σημειώθηκαν στρατιωτικές νίκες και ήττες, πολιτικές αντιπαλότητες, εμφύλιες διαμάχες, οικονομικές δυσχέρειες κ.λπ. Όσον αφορά τον αστικό χώρο της Πάτρας, οι αλλεπάλληλες μάχες που σημειώθηκαν σε αυτόν συντέλεσαν –κατά τη διάρκεια των ετών 1821-1828– στο να καταστραφεί σχεδόν ολοκληρωτικά, με συνέπεια να απαριθμεί η πόλη ύστερα από την απελευθέρωσή της ελάχιστο αριθμό κατοίκων. «Το παν ελεηλατήθη και τίποτε δεν έμεινεν όρθιον. Από τας 20 χιλ. πληθυσμού δεν έμειναν παρά ελάχιστοι κάτοικοι και αυτοί έτοιμοι να εύρουν ευκαιρίαν να φύγουν. Από τας 4.000 οικίας της πόλεως, ως ωμολόγησεν ο ίδιος ο Γκρην, δεν έμειναν παρά οκτώ». (Νεολόγος Πατρών, 9-4-1936)

 Η αχαϊκή πρωτεύουσα παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον και αυτό σχετίζεται πρωτίστως με τη γεωγραφική της θέση. Το φρούριό της άλλωστε υπήρξε η σημαντικότερη παραλιακή οχύρωση του Μοριά, ενώ το λιμάνι της εξασφάλιζε στον κάτοχό του την ελεύθερη επικοινωνία μεταξύ Πελοποννήσου και Στ. Ελλάδας.

Δευτερευόντως έχει σχέση με το γεγονός ότι η Πάτρα υπήρξε από τις πρώτες επαναστατικές εστίες του ελλαδικού χώρου, ενώ στην περιοχή της διεξήχθησαν ουσιώδεις και κρίσιμες για την Επανάσταση πολεμικές συγκρούσεις.

Σκοπός της εργασίας  είναι η περιγραφή των συγκεκριμένων πολεμικών γεγονότων και  ο εντοπισμός των πολιτικών αντιπαραθέσεων που σημειώθηκαν κατά καιρούς στο ελληνικό στρατόπεδο.

Η εργασία υλοποιήθηκε με μεθοδολογία ερευνητική και ιστορικοκριτική. Ανατέθηκε σε ομάδα τεσσάρων μαθητών οι οποίοι κλήθηκαν να μελετήσουν συγκεκριμένη βιβλιογραφία και αντίστοιχες ιστορικές πηγές ώστε να αποδώσουν σε μορφοποιημένο κείμενο τα αποτελέσματα της μελέτης και έρευνάς τους. Ο συντονισμός, η παρακολούθηση της εξέλιξης της έρευνας και οι επεμβάσεις του συντονιστή καθηγητή έγιναν με την εξ αποστάσεως διαδικασία. Ο χρόνος ολοκλήρωσης της εργασίας ήταν τρεις μήνες και το αποτέλεσμα ομαδοσυνεργατικό. Μετά τη σύνταξη της εργασίας οι μαθητές κλήθηκαν να δημιουργήσουν αρχείο παρουσίασης της εργασίας τους προκειμένου αυτή ανακοινωθεί – παρουσιαστεί σε μαθητική ημερίδα με αφιερωματικό χαρακτήρα στο 1821 εξ αφορμής του εορτασμού των 200 χρόνων από την ελληνική  Επανάσταση. Επίσης δημιούργησαν με το πρόγραμμα Timotoast μια χρονογραμμή. https://www.timetoast.com/timelines/2491845

Το ξέσπασμα της επανάστασης

Οι επαναστατικές ζυμώσεις στην Πάτρα είχαν εκδηλωθεί ήδη από τον Φεβρουάριο του 1821. Σύμφωνα με έγγραφα των ξένων προξενείων της πόλης φαίνεται πως οι Έλληνες αρνήθηκαν να καταβάλουν τον κεφαλικό φόρο στους Τούρκους, γεγονός που προκάλεσε ανησυχία στους κατακτητές. Από τις 20 Φεβρουαρίου η ένταση άρχισε να αυξάνεται και μέχρι τις 6 Μαρτίου οι Τούρκοι είχαν αποσυρθεί στο φρούριο της πόλης με τις οικογένειες και τους θησαυρούς τους.

«Η των Καλαβρύτων αναστάτωσις είχε προξενήσει εν Πάτραις γενικήν των Τούρκων κατάπληξιν, οίτινες  μετεκόμισαν  τας  οικογενείας  αυτών  και  την  κινητήν  των  περιουσίαν  εις  την  παλαιάν Ακρόπολιν, ήτις, εννοείτε, επί ταπεινού τινός λόφου ύπερθεν της πόλεως κειμένη, και ασθενέστατα μεσαιωνικά έχουσα οχυρώματα, ολίγην προστασίαν ήθελε παράσχει εν περιπτώσει σπουδαιοτέρων γεγονότων». (K. Mendelssohn-Bartholdy, Ιστορία, τόμος 1, σελ 262)

Αλλά και οι Έλληνες άρχισαν να στέλνουν τα γυναικόπαιδα στα Επτάνησα ή στα γύρω ορεινά ενόψει της έναρξης των πολεμικών επιχειρήσεων. Επίσης άμαχοι Έλληνες κατέφυγαν στα ξένα προξενεία στην πόλη, κυρίως το γαλλικό και το ρωσικό, καθώς ο Βρετανός πρόξενος Γκρην ήταν εχθρικός προς τους Ελλήνων και έθετε κάθε λογής εμπόδια ακόμα και σε όσους προσπαθούσαν να μεταβούν στα αγγλοκρατούμενα Επτάνησα.

Μάρτιος – Σεπτέμβριος 1821 (Υποπερίοδος Α΄)

Στις 21 Μαρτίου οι τουρκικές αρχές της πόλης κάλεσαν τους ξένους πρόξενους ζητώντας τους να ασκήσουν την επιρροή τους στους Έλληνες για να μην ξεσηκωθούν. Το απόγευμα της ίδια ημέρας όμως περίπου 300 Τούρκοι επιτέθηκαν στην  σπίτι του πρόκριτου της πόλης Ιωάννη Παπαδιαμαντόπουλου και στο κτίριο της Μητρόπολης Παλαιών Πατρών και έβαλαν φωτιά η οποία επεκτάθηκε σύντομα. Η επίθεση αυτή των Τούρκων ήταν το έναυσμα του ξεσηκωμού των Ελλήνων. Ομάδες ενόπλων Ελλήνων με επικεφαλής τον υποδηματοποιό Παναγιώτη Καρατζά, τον φαρμακοποιό Νικόλαο Γερακάρη και τον έμπορο Ευάγγελο Λιβαδά οργανώθηκαν και επιτέθηκαν στους Τούρκους. Η σύγκρουση γενικεύτηκε και η πόλη παραδόθηκε στη βία και τη φωτιά. Ύστερα από άγρια ολονύκτια μάχη οι Τούρκοι υποχρεώθηκαν να καταφύγουν στο φρούριο της πόλης. Σταδιακά άρχισαν να συρρέουν Έλληνες και από τις γύρω περιοχές και οι οποίοι στρατοπέδευσαν στη μονή του Ομπλού και στη συνέχεια κατευθύνθηκαν προς τα Ψηλά Αλώνια. Ο επίσκοπος Παλαιών Πατρών Γερμανός, ο Ανδρέας Λόντος, ο Ανδρέας Ζαΐμης και άλλοι οπλαρχηγοί με τους άνδρες τους στις 23 Μαρτίου ορκίστηκαν στον σταυρό για «ελευθερία ή θάνατο» στην πλατεία του Αγ. Γεωργίου.  Την ίδια μέρα, 23 Μαρτίου 1921, συγκρότησαν το Αχαϊκό Διευθυντήριο, την πρώτη επαναστατική αρχή της Αχαΐας. Στις 26 Μαρτίου το Διευθυντήριον επέδωσε «Προς τους εν Πάτραις προξένους των ξένων επικρατειών» Διακήρυξη, «την πρώτη επίσημο και δη διπλωματική πράξιν του αναγεννωμένου έθνους», στην οποία τονιζόταν η απόφαση των Ελλήνων «ή ν’ αποθάνωσιν όλοι ή να ελευθερωθώσι». Παράλληλα έγινε έκκληση στην Ευρώπη για οικονομική συνδρομή της Επανάστασης.

«Ημείς το Ελληνικόν έθνος των Χριστιανών, βλέποντες ότι μας καταφρονεί το Οθωμανικόν γένος και σκοπεύει όλεθρον εναντίον μας, πότε μ’ ένα πότε μ’ άλλον τρόπον, απεφασίσαμεν σταθερώς ή ν’ αποθάνωμεν όλοι ή να ελευθερωθώμεν και τούτου ένεκα βαστούμεν τα όπλα εις χείρας ζητούντες τα δικαιώματά μας. Όντες λοιπόν βέβαιοι ότι τα χριστιανικά βασίλεια γνωρίζουν τα δίκαιά μας και όχι μόνον δεν θέλουν μας εναντιωθή, αλλά και θέλουν μας συνδράμει και έχουν εις μνήμην ότι οι ένδοξοι πρόγονοί μας εφάνησάν ποτε ωφέλιμοι εις την ανθρωπότητα, διά τούτο ειδοποιούμεν την εκλαμπρότητά σας και σας παρακαλούμεν να προσπαθήσετε να είμεθα υπό την εύνοιαν και προστασίαν του μεγάλου κράτους τούτου».( Σπ. Τρικούπης Ιστορία, τόμος1 σελ 62-63)

 Ταυτόχρονα οργανώθηκε συστηματικά η πολιορκία του φρουρίου. Συστάθηκε «οπλοποιείο» για τα αναγκαία του αγώνα και ο επίσκοπος Γερμανός, έχοντας ηγετικό ρόλο και «συναισθανόμενος καλώς τας περιστάσεις, διατάσσει να στηθώσι κατά της Ακροπόλεως εξ ναυτικά κανόνια»  (Παλαιών Πατρών Γερμανός, Υπομνήματα, σελ 20). Συνάμα ο Λόντος με 200 άντρες κατασκεύασε υπόνομο στα θεμέλια του τείχους.

1 Στο μεταξύ ο αγώνας είχε επεκταθεί σε όλη την Πελοπόννησο  και σε τμήματα της Στερεάς Ελλάδος. Στην Πάτρα όμως η κατάσταση άρχιζε να χειροτερεύει για τους Έλληνες καθώς τουρκικές δυνάμεις ενίσχυσαν τους αμυνόμενους στο φρούριο συμπατριώτες τους. Από το Αγρίνιο (Βραχώρι) ο πασάς Γιουσούφ Σελήμ διατάχθηκε να κινηθεί προς την Πάτρα και να σπάσει την πολιορκία του φρουρίου.

Στις 3 Απριλίου ο Γιουσούφ πέρασε ανενόχλητος το στενό του Ρίου – Αντιρίου και βάδισε προς την πόλη έχοντας ενημερωθεί για την κατάσταση και τις δυνατότητες των Ελλήνων από τον Βρετανό πρόξενο Γκρην. Οι Έλληνες δεν στάθηκαν να αντιμετωπίσουν τον Γιουσούφ αλλά όσοι μπόρεσαν τράπηκαν σε φυγή καθώς και οι έγκλειστοι στο φρούριο Τούρκοι πραγματοποίησαν έξοδο.

«Όντως ο Ιουσούφ ξεκινήσας νύκτα από τον Ρίον με 300 Τούρκους […] αμαχητί και δίχως να συναντήση καμμίαν αντίστασιν, ευρίσκετο ήδη εις την ακρόπολιν. 9.000 Πατρινοί Τούρκοι ήσαν κλεισμένοι εκεί. Τους ηύρε εν άκρα αμηχανία περί του πρακτέου. Τους ενεθάρρυνεν. Ήνωσε τον στρατόν του με όσους εύρεν πολεμιστάς εις το πολιορκούμενον φρούριον και όλοι μαζί εξήλθον προς την πόλιν. Καίουν τα γύρω σπήτια και προχωρούν πυροβολούντες και φονεύοντες». (Νεολόγος Πατρών, 8-4-1936)

Ακολούθησε σφαγή των Ελλήνων, κυρίως των αμάχων, όπου εκατοντάδες σκοτώθηκαν.

 «Την 10ην πρωϊνήν οι Τούρκοι […] Εισχωρούν εις όλην την πόλιν. Σφάζουν όποιον χριστιανόν συναντήσουν. Θέτουν πυρ παντού, παραβιάζουν θύρας και παράθυρα οικιών, λεηλατούν, προχωρούν μέχρι των άκρων πόλεως. Μερικοί εξ αυτών εξέρχονται της πόλεως. Φθάνουν εις την Μονήν Γηροκομείου, την οποίαν επυρπόλησαν και κατέστρεψαν εκ θεμελίων. Ενσπείρουν τον θάνατον παντού, ακόμη και εις τα γύρω χωριά. Η καταστροφή των Πατρών συντελείται πλήρως και ταχεία…» (Π. Πατρών Γερμανός, Υπομνήματα περί της Επαναστάσεως της Ελλάδος. σελ 53-54).

Τρεις ημέρες αργότερα οι δυνάμεις του Γιουσούφ, με περισσότερους από 600 άνδρες, ενισχύθηκαν με 3.500 Αλβανούς του μπέη Μουσταφά. Ο Μουσταφά με τους Αλβανούς του πράγματι κινήθηκε δραστήρια. Πρώτα έκαψε το Αίγιο και κινούμενος μέχρι την Κόρινθο έσπασε την πολιορκία του Ακροκορίνθου και μπήκε θριαμβευτικά στην πόλη. Από εκεί βάδισε προς το Άργος. Στις 25 Απριλίου οι Έλληνες επιχείρησαν να τον σταματήσουν αλλά νικήθηκαν και διαλύθηκαν. Ήταν εμφανές λοιπόν πως όσο οι Τούρκοι κρατούσαν την Πάτρα μπορούσαν να μεταφέρουν δυνάμεις προς την Πελοπόννησο απειλώντας να συντρίψουν την επανάσταση, δεδομένου ότι είχαν στον έλεγχό τους και τα στενά του Μακρυνόρους μέσω των οποίων των οποίων περνούσε ο δρόμος Ιωαννίνων – Πατρών.

Ενώ ο Μουσταφάμπεης ήταν απασχολημένος στην Τριπολιτσά οι Έλληνες επιχείρησαν εκ νέου να πολιορκήσουν την Πάτρα αρχές Μαΐου 1821. Αρχικά  κατάφεραν να νικήσουν τους Τούρκους σε μάχη κοντά στην Ι. Μ. Παναγίας Ομπλού,  και κατόπιν στις 2 Ιουνίου στη μάχη του Ριγανόκαμπου.

Οι δε Α. Ζαήμης και Α. Λόντος, καίτοι δεν έλειψαν από την πολιορκίαν των Π. Πατρών, μ’ όλα ταύτα συνεννοηθέντες μετά του Σ. Χαραλάμπους, του Ασημάκη Φωτήλα, του Σ. Θεοχαροπούλου, των Πετμεζάδων, και του Μπενιζέλου Ρούφου, εσύστησαν εκ νέου την πολιορκίαν των  Π. Πατρών˙ την 12 Μαΐου, ομού με τους οποίους ήτον και ο Ι. Λεχουρίτης, ων πάντοτε υπό την οδηγίαν του Α. Ζαήμη, οι δε Πετμετζάδες υπό την οδηγίαν του Σ. Χαραλάμπους˙ ώστε συναθροισθέντες όλοι με τον υπό τας οδηγίας των Ελληνικόν στρατόν αριθμούμενον υπέρ τους 2500, κατέλαβον τας θέσεις Τσέτζοβαν, Σαραβάλι, Πουρναρόκαστρον, και Νεζερά˙ ο δε Μπενιζέλος Ρούφος μετά του Ιεράρχου Π. Πατρών φέροντες έκαστος το μέρος του εκ των στρατευμάτων της επαρχίας εκείνης, μετά των Καπιτάνων Δ. Κουμανιώτου και αδελφών, Παναγιώτου Καρατζά, Νενέκου και άλλων, κατέσχον τας θέσεις Ομπλόν, Ζωϊτάδαν και Περιβόλαν, αριθμουμένων περίπου των 700 των υπ’ αυτούς Ελλήνων, οίτινες συγκροτούντες αδιακόπως μάχας μετά των εχθρών, ενεπόδιζον την εις τα πέριξ της επαρχίας πλατυτέραν έξοδόν αυτών˙ τα δε, περί ων ο λόγος, Ελληνικά στρατεύματα επορίζοντο την τροφήν αυτών, μέρος μεν μικρόν, από της επαρχίας εκείνης, το δε υπόλοιπον και περισσότερον μετακομιζόμενον εκ της επαρχίας Καλαβρύτων, εναπετίθετο εις την Μονήν της Χρυσοποδαριτίσσης καλουμένην, όπου κατασκευάσαντες φούρνους διώρισαν και φροντιστήν τον Ηγούμενον της αυτής Μονής Νικηφόρον, όθεν και διενείμοντο αι τροφαί τακτικώς». (Αμ. Φραντζής, Επιτομή της ιστορίας της αναγεννηθείσης Ελλάδος τομός Β σελ 182-183)

Ωστόσο οι τουρκικές απώλειες αναπληρώθηκαν με την άφιξη Λαλιωτών Τούρκων από το  χωριό Λάλα της Ηλείας.

«Εις το φρούριον των Πατρών ήσαν οι Λαλαίοι, οι εντόπιοι, ο Ισούφ Πασάς Σέραλης, ο Μεχμέτ Πασάς ή Κακλαμάν Πασάς, […] ο οποίος ήλθε με περισσοτέρους των 8.000 Ανατολίτας και άλλους Τούρκους τον περασμένον Φευρουάριον με την αρμάτα του Σουλτάνου˙ και όλαι αι φρουραί του Ρίου, Αντιρρίου και της Ναυπάκτου εσυνάχθησαν εις τας Πάτρας μετά τας δύο Μαρτίου, και ήταν όλοι οι μαζωχθέντες υπέρ τας 12.000 στρατιώται του τουφεκιού». (Φ. Χρυσανθόπουλος ή Φωτάκος, Απομνημονεύματα περί της Ελληνικής Επαναστάσεως σελ 153)

Επίσης λόγω αδυναμίας του ελληνικού επαναστατικού στόλου να αποκλείσει αποτελεσματικά τον Πατραϊκό οι Τούρκοι ανεφοδιάζονταν ανελλιπώς και δεν αντιμετώπισαν επισιτιστικό πρόβλημα. Ενισχυμένος με τους Λαλαίους ο Γιουσούφ εξαπέλυσε νέα επίθεση και στις 28 Ιουνίου πυρπόλησε τη Μονή Ομπλού.

Την 28ην Ιουνίου οι Τούρκοι εξήλθον μέχρι των χωρίων Βαλαμώνα και Μπαρδικώστα, κατέκαυσαν την ιεράν Μονήν Ομπλού, ήτις εχρησίμευεν ως στρατηγείον της πολιορκίας, επυρπόλησαν επίσης και το Μετόχιον της άνω Μονής Αγ. Κωνσταντίνος και Αγ. Ελένη, εκκλησίδιον ιστορικώτατον. Ούτω τα ορμητήρια των Ελλήνων (Γηροκομείον – Ομπλός) ήσαν ερείπια ευθύς με τους πρώτους μήνες της Επαναστάσεως». (Νεολόγος Πατρών,25-11-1931)

Λίγες ημέρες αργότερα οι Τούρκοι, με τον Γιουσούφ, επιχείρησαν νέα επιδρομή. Αν και υποχρεώθηκαν να υποχωρήσουν τελικά, επέφεραν ιδιαίτερα σημαντικές καταστροφές στην περιοχή. Στις 12 Ιουλίου, σε ανάλογη επιχείρηση, οι Τούρκοι ηττήθηκαν και πάλι. Ωστόσο οι μάχες αυτές ήταν περισσότερο μεγάλης έντασης αψιμαχίες. Οι αμυντικές αυτές νίκες των Ελλήνων δεν είχαν καίρια σημασία και δεν επηρέαζαν τη γενικότερη στρατηγική κατάσταση στην περιοχή της βορειοδυτικής Πελοποννήσου.

Διάλυση…

Η παράταση του αγώνα στην Πάτρα προκαλούσε ανησυχία στο ελληνικό στρατόπεδο. Ο Δημήτριος Υψηλάντης αντιλαμβανόμενος πως αν δεν κοβόταν η σύνδεση των Τούρκων της Πάτρας με τη δυτική Στερεά και τη Ναύπακτο η πολιορκία δεν μπορούσε να έχει νικηφόρα κατάληξη, ζήτησε από τον στόλο να ελέγξει τον Πατραϊκό, ώστε να εμποδίζει τον ανεφοδιασμό των Τούρκων. Ωστόσο αυτό δεν μπόρεσε να επιτευχθεί.

Στο μεταξύ στην περιοχή των Πατρών οι Έλληνες είχαν καταφέρει να προωθήσουν τις θέσεις τους και επίκεντρο του αγώνα έγινε η Ι.Μ. Γηροκομείου. Οι Τούρκοι είχαν καταλάβει τη μονή και τώρα ένοπλα τμήματα με τους Παναγιώτη Καρατζά, Θοδωράκη Γρίβα, Ανδρέα Λόντο, Φωκά και Γερακάρη, προωθήθηκαν για την ανακατάληψη της μονής με στόχο τον στενότερο αποκλεισμό της πόλης.

Οι Έλληνες οχυρώθηκαν γύρω από τη μονή και οι Τούρκοι, στις 8 Αυγούστου 1821, επιχείρησαν να τους εκδιώξουν από τα οχυρώματά τους. Οι Τούρκοι διαθέτοντας ιππικό και πυροβολικό επιτέθηκαν με ορμή κατά των ελληνικών οχυρωμάτων. Η μάχη κράτησε 24 ολόκληρες ώρες και δόθηκε με πείσμα και ηρωισμό και από τις δύο πλευρές. Τελικά όμως οι Τούρκοι ηττήθηκαν και υποχρεώθηκαν να υποχωρήσουν στην Πάτρα αφήνοντας στους Έλληνες την κατοχή του μοναστηριού.

Η επιτυχία όμως αυτή αμαυρώθηκε λίγο αργότερα από τη δολοφονία, στις 4 Σεπτεμβρίου, του Παναγιώτη Καρατζά από Έλληνες λόγω προσωπικών αντιζηλιών. Αποτέλεσμα ήταν να αποχωρήσουν από την πολιορκία πολλοί επιφανείς αρχηγοί και το ελληνικό στρατόπεδο σχεδόν να διαλυθεί.

«Μάλιστα ηύξησαν αι εκεί ταραχαί, αφ’ ου οι Κουμανιώται εδολοφόνησαν εις τον Ομπλόν τον γενναίον Κ. Παναγιώτην Καραντζάν…». (Π. Πατρών Γερμανός, Υπομνήματα, σελ 69)

 Ακόμα χειρότερα πάντως, στις 7 Σεπτεμβρίου, ο ενωμένος τουρκοαιγιπτιακός στόλος με τους Καρά Αλή και Ισμαήλ Γιβραλτάρ εμφανίστηκε έξω από την Πάτρα. Στις 8 Σεπτεμβρίου, πριν αποβιβαστούν οι τουρκοαιγυπτιακές δυνάμεις, οι Έλληνες εγκατέλειψαν τις θέσεις τους κοντά στην πόλη και αποχώρησαν. Την επομένη οι δυνάμεις που αποβιβάστηκαν από τον ενωμένο στόλο ενώθηκαν με τους Τούρκους του φρουρίου και όλοι μαζί επιτέθηκαν στις ελληνικές θέσεις στο Πριναρόκαστρο και στο μετόχι της μονής Ομπλού και τους διασκόρπισαν χωρίς καν μάχη. Η πολιορκία της Πάτρας είχε ολοκληρωτικά αρθεί. Σε αυτή την κρίσιμη στιγμή ήρθε και η είδηση της άλωσης της Τριπολιτσάς (23 Σεπτεμβρίου 1821). Οι Αλβανοί μάλιστα της δύναμης του Γιουσούφ έλαβαν επιστολή από τους ομοεθνείς τους,  που γλίτωσαν από στην Τριπολιτσά, στην οποία τους προέτρεπαν να επιχειρήσουν συμβιβασμό με τους Έλληνες για να γλιτώσουν τα κεφάλια τους, ενημερώνοντάς τους παράλληλα για την τύχη των Τούρκων της Τριπολιτσάς.

Έτσι οι Αλβανοί της Πάτρας, υπό τον Ασλάν αγά εγκατέλειψαν τους Τούρκους και έφυγαν αποδυναμώνοντας τη φρουρά. Αν υπήρχε μια αξιόμαχη ελληνική δύναμη διαθέσιμη εκείνη την στιγμή η πόλη θα μπορούσε να έχει απελευθερωθεί ασφαλίζοντας έτσι τον Μωριά και εξασφαλίζοντας στους Έλληνες ένα σπουδαίο λιμάνι σύνδεσής τους με τη Δύση.

Οκτώβριος 1821 – Ιούνιος 1822 (Υποπερίοδος Β΄)

Τον Οκτώβριο ανατέθηκε στον Κολοκοτρώνη να επιχειρήσει την απελευθέρωση της Πάτρα και διορίστηκε επικεφαλής της επιχείρησης από την Πελοποννησιακή Γερουσία. Η αύξηση των εχθρικών δυνάμεων και ο φόβος «μήπως προχωρήσωσιν οι εχθροί εις τα μεσόγεια της Πελοποννήσου, ή και εις τας παραλίους γειτονικάς περιοχάς» ώθησαν την κυβέρνηση να διορίσει τον Θ. Κολοκοτρώνη ως αρχηγό της πολιορκίας. (Π. Πατρών Γερμανός, Υπομνήματα σελ 101)

Ωστόσο εξαρχής αντιμετώπισε προβλήματα όχι από τους Τούρκους, αλλά από τους Έλληνες. Πρόκριτοι και η μερίδα των «πολιτικών» δεν επιθυμούσαν μια νέα επιτυχία του Κολοκοτρώνη ο οποίος, μετά την Τριπολιτσά, ήταν η κυρίαρχη φυσιογνωμία της επανάστασης και το όνομά του είχε καταστεί θρύλος για τους Έλληνες. Έτσι ενώ ο Κολοκοτρώνης προσπαθούσε να συγκεντρώσει άνδρες για την επιχείρηση οι πρόκριτοι έκαναν ότι μπορούσαν για να τον εμποδίσουν.

 «Ηπείλησαν μάλιστα, ότι ήθελον αντιταχθή ενόπλως εις προσέλευσιν του Κολοκοτρώνου, και παρεκάλεσαν τον κρυφίον αυτού πολέμιον Δεληγιάννην να τους βοηθήση κατ’ αυτού». (K. Mendelssohn-Bartholdy, Ιστορία τόμος 1 σελ 323)

Τελικά κατάφερε να συγκεντρώσει 1.700 μόλις άνδρες. Οι ίδιοι οι πρόκριτοι της Αχαΐας, με επιστολή τους προς τον Δημήτριο Υψηλάντη, ζητούσαν την αποστολή μόνο 300 ανδρών με επικεφαλής απαραιτήτως «έναν Δεληγιάννη ή έναν Μαυρομιχάλη», απειλώντας πως αν  ο Κολοκοτρώνης  ήταν επικεφαλής «θα τον έβαναν στο τουφέκι»!

Σχετικά με τις εξελίξεις αυτές Θ. Κολοκοτρώνης σημείωνε: «Εγώ μεν εκείνο ενόμιζον καλόν και πιθανώς κατορθωτόν (αν όχι και βέβαιον!) και διά το της πατρίδος συμφέρον αναγκαιότερον˙ αλλ’ αφού δεν θέλετε και εκείνοι (διά να μη τυχόν ελαττωθή η δόξα των) απαγορεύουν και δι’ απειλής μάλιστα εμφυλίου ρήξεως, Θεός φυλάξοι! Δεν πηγαίνω˙ και εύχομαι να κατορθωθή υπ’ εκείνων το ευκταίον χωρίς εμού! Αλλά δεν θα γίνει τίποτε, και είθε να εύγω ψεύστης! (Τερτσέτη,  Άπαντα Κολοκοτρώνη, σελ 117)

«Σκοπός τους ήταν να μην πάρω την Πάτρα και δυναμωθώ. Αν με άφηναν να πάω, αμέσως θα μου έδιναν τα κλειδιά οι Τούρκοι από τον φόβο τους», διηγείται ο Γέρος του Μωριά στα απομνημονεύματά του, περιγράφοντας το νοσηρό αυτό κλίμα που επικρατούσε τότε και δυστυχώς θα χειροτέρευε αργότερα. Οι Αχαιοί πάντως θεωρούσαν πως μπορούσαν μόνοι τους να απελευθερώσουν την Πάτρα και δεν είχαν ανάγκη τον Κολοκοτρώνη. Αλλά και μεταξύ τους οι αντιζηλίες και οι συγκρούσεις δεν έλλειπαν. Έτσι οι οικογένειες Πετμαζά και Κουμανιώτη που είχαν εκδιωχθεί από τους άλλους πρόκριτους προσπαθούσαν να επιστρέψουν, οι δε πρόκριτοι Πατρών και Καλαβρύτων επιχειρούσαν μόνοι τους.

Στις 21 Οκτωβρίου οι δυνάμεις των τελευταίων κινήθηκαν κατά των Τούρκων και αιφνιδιάζοντάς τους κατέλαβαν την περιοχή του Γηροκομείου, του Σαραβαλίου και της Περιβόλας. Μόλις ξημέρωσε Έλληνες και Τούρκοι άρχισαν τα πυρά. Η ανταλλαγή συνεχίστηκε όλη την ημέρα. Μόλις όμως νύχτωσε τα άτακτα τμήματα των προκρίτων σηκώθηκαν και έφυγαν με τους άνδρες να επιθυμούν περισσότερο να εξασφαλίσουν όσα λάφυρα είχαν μέχρι τότε αρπάξει παρά να συνεχίσουν τον «πόλεμο». Τελικά με επέμβαση του Ανδρέα Ζαΐμη και Ανδρέα Λόντου το κακό περιορίστηκε και πάρθηκε μάλιστα απόφαση οι Έλληνες να επιχειρήσουν επίθεση κατά του φρουρίου. Για την επίθεση συγκεντρώθηκαν περίπου 3.000 Έλληνες οπλοφόροι. Λίγο αργότερα έφτασε και ο Βασίλειος Πετμεζάς με σημαντική δύναμη όμως οι άλλοι τον προειδοποίησαν να αποχωρήσει καθώς ήταν άνθρωπος του Κολοκοτρώνη.

Στο μεταξύ ο Γιουσούφ που είχε μεταβεί στη Ναύπακτο, ανησυχώντας για τις εξελίξεις στην Πάτρα έστειλε ενισχύσεις, μεταξύ των οποίων και ένα τμήμα ιππικού  300 ανδρών. Επιστρέφοντας στην Πάτρα ο ίδιος αποφάσισε να ανακαταλάβει τα τμήματα της πόλης που είχαν καταλάβει οι Έλληνες και στις 22 Νοεμβρίου εξαπέλυσε επίθεση κατά των ελληνικών θέσεων. Οι Έλληνες, με εξαίρεση 70 άνδρες του Λόντου, τράπηκαν σε φυγή με την εμφάνιση του τουρκικού ιππικού. Οι 70 κλείσθηκαν σε ένα οίκημα και αμύνθηκαν σθεναρά. Όταν όμως κατάλαβαν ότι είχαν απομείνει μόνοι εκτέλεσαν έξοδο για να διαφύγουν. Οι 53 από αυτούς το κατάφεραν. Οι λοιποί έπεσαν μαχόμενοι. Έτσι έληξε άδοξα η προσπάθεια των ντόπιων προκρίτων να απελευθερώσουν την Πάτρα.

Ο Κολοκοτρώνης επικεφαλής

Οι Τούρκοι στην Πάτρα αφέθηκαν ανενόχλητοι για μεγάλο διάστημα. Μετά την κατάληψη του φρουρίου του Ακροκορίνθου όμως το ζήτημα της Πάτρας επανήλθε. Οι Τούρκοι πάντως δεν αδρανούσαν και τις πρώτες ημέρες του Φεβρουαρίου του 1822 τουρκικά πλοία μετέφεραν 8-9.000 Τούρκους πολεμιστές στην Πάτρα, ενισχύοντας σημαντικά τις δυνάμεις του Γιουσούφ. Από ελληνικής πλευράς για πρώτη φορά Υδραίοι, Σπετσιώτες και Ψαριανοί αποδέχονται ως κοινό ναύαρχο τον Ανδρέα Μιαούλη. «Ο Τουρκικός στόλος, εξοπλισθείς τον χειμώνα και αποτελούμενος από 3 φρεγάτας, 4 κομβέτας, 8 δικάταρτα και πολλά μεταγωγικά, αφ’ ου διήλθεν εκ Ζακύνθου, όπου επί αρκετάς ημέρας εμπόδισεν, έφθασε την 13 Φεβρουαρίου εις τας Πάτρας. Αλλ’ εκ παραλλήλου εκινήθη και ο ελληνικός στόλος. 27 Υδραϊκά υπό τον Μιαούλην, 27 Σπετσωτικά υπό τον Γκίκαν Τσούπαν, 16 Ψαριανά υπό τον Αποστόλην και δύο πυρπολικά συνενωθέντα έξω της Ύδρας και τεθέντα υπό την ναυαρχίαν του Μιαούλη Ανδρέου, κατηυθύνθησαν προς συνάντησιν του Τουρκικού στόλου». (Νεολόγος Πατρών, Πάτρα 27.11.1931)

Σε μια εξάωρη Ναυμαχία , «την πρώτη εκ του συστάδην θαλάσσια μάχη του Αγώνα», που έγινε στις 20 Φεβρουαρίου 1822,  ο Μιαούλης άλλαξε τον τρόπο επίθεσης των ελληνικών πλοίων, τα οποία ως τότε λόγω του μικρού μεγέθους τους αρκούνταν σε στιγμιαίες παρενοχλήσεις και απομακρύνονταν. Για πρώτη φορά αντιμετώπισε τον τουρκικό στόλο «εν παρατάξει» ξαφνιάζοντας τον αντίπαλο και σημειώνοντας σημαντική νίκη.

Παράλληλα όμως με τη μεταφορά των Τούρκων πολεμιστών συγκεντρώθηκαν στην περιοχή περισσότεροι από 12.000 Τούρκοι από όπου μπορούσαν να απειλήσουν ολόκληρη την Πελοπόννησο. Μη έχοντας άλλη επιλογή ο υπουργός Στρατιωτικών Ιωάννης Κωλέττης, αποφάσισε την αποστολή του Κολοκοτρώνη στην περιοχή ώστε να ολοκληρωθεί επιτέλους επιτυχώς η πολιορκία. Εφοδιασμένος με έγγραφη διαταγή του Κωλέττη ο Κολοκοτρώνης κατάφερε να συγκεντρώσει 6.000 άνδρες.

«Ήρχισαν […] να συρρέωσι εις Πάτρας τα διάφορα σώματα, 1.500 Καρυτινοί υπό τον Πλαπούταν, 800 Τριπολιτσώται και Πύργιοι υπό τον Γενναίον Κολοκοτρώνην […] Εν τω μεταξύ έφθασαν 1.000 Καλαβρυτινοί υπό τον Ζαΐμη, Φωτήλαν κ.ά, 500 Πατρείς υπό τους Κουμανιώτας, στρατοπεδεύσαντες εις τα Νεζερά και κατόπιν Χαλανδρίτσαν. Εις τα Νεζερά έφθασαν και 800 Καρυτινοί υπό τον Καν. Δεληγιάννην, 600 Τριπολιτσιώται υπό τον Σέκερην, Λειβαδιώτην κ.ά. […] οι δε πολιορκηταί ανήλθον εν όλω εις 6300 άνδρας». (Νεολόγος Πατρών, 28-11-1931).

Προηγουμένως είχε στείλει τον Δημήτριο Πλαπούτα, Κωνσταντίνο Πετμεζά και Αποστόλη και Γενναίο Κολοκοτρώνη να καταλάβουν σημαντικές θέσεις στην περιοχή των Πατρών ώστε να προετοιμάσουν το έδαφος.

Στο μεταξύ, στις 26 Φεβρουαρίου, 2.000 Τούρκοι κινήθηκαν προς τη Χαλαδρίτσα.

Οι 500 περίπου Έλληνες που επιτηρούσαν την περιοχή δεν άντεξαν στις τουρκικές επιθέσεις και υποχρεώθηκαν σε υποχώρηση. Οι Τούρκοι πυρπόλησαν την κωμόπολη και ετοιμάστηκαν να επιστρέψουν στην Πάτρα. Στην επιστροφή τους όμως βρέθηκαν αντιμέτωποι με τους άνδρες του Πλαπούτα και του Γενναίου και Αποστόλη Κολοκοτρώνη. Παρά την αριθμητική τους υπεροχή και το γεγονός ότι διέθεταν και πυροβολικό οι Τούρκοι ηττήθηκαν και τράπηκαν σε φυγή καταφεύγοντας στην πόλη. Οι  απώλειες δεν ήταν σημαντικές αλλά το πλήγμα στο ηθικό των Τούρκων ήταν βαρύ καθώς οι θεωρούμενοι ως φανατικοί Ανατολίτες Τούρκοι ηττήθηκαν στην πρώτη τους σοβαρή σύγκρουση με τους Έλληνες.

Η μάχη Γηροκομείου – Σαραβαλίου

Μετά τη νίκη στη Χαλανδρίτσα οι Έλληνες πλησίασαν περισσότερο στην Πάτρα καταλαμβάνοντας θέσεις περιμετρικά της πόλης. Την 1η Μαρτίου έφτασε στην περιοχή και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης ο οποίος άμεσα εκτίμησε την κατάσταση και κατέστρωσε τα σχέδιά του. Ο Κολοκοτρώνης δεν δυσκολεύτηκε να εκτιμήσει την αξία της θέσης του Γηροκομείου. «Και ευθύς έστειλα 100 νομάτους και έπιασαν το μοναστήρι στο Γεροκομιού, σε απόσταση βολής πυροβόλου από την Πάτραν», αναφέρει ο Γέρος στα απομνημονεύματά του. «Και βλέποντας οι Τούρκοι ότι επιάσθηκε το μοναστήρι εβγήκαν εις πόλεμον νομίζοντας ότι είναι καθώς πρώτα και τα στρατεύματα κινήθηκαν τα εδικά μας και έγινε ο πόλεμος σφοδρός και επήραμε κεφάλια καμμιά ογδοηνταριά», αναφέρει.

Ουσιαστικά ο Κολοκοτρώνης κινούμενος ταχύτατα κατέλαβε το στρατηγικής σημασίας μοναστήρι που απείχε, όπως ο ίδιος ανέφερε, απόσταση βολής πυροβόλου – δηλαδή λιγότερο από 1.500-2.000 μ. από το φρούριο, προκαλώντας τους Τούρκους να επιτεθούν εναντίον της οχυρής θέσης και έχοντας αναπτύξει υποστηρικτικά τις υπόλοιπες δυνάμεις

Η μονή Γηροκομείου ήταν το δόλωμα και οι Τούρκοι έπεσαν στην παγίδα και ηττήθηκαν. Στη μάχη συμμετείχαν και διακρίθηκαν ο Πλαπούτας, ο Γενναίος Κολοκοτρώνης και ο σημαιοφόρος του Γέρου Νικόλαος Καραχάλιος.

Μετά την κατάληψη της μονής, ο Κολοκοτρώνης αναδιέταξε τις δυνάμεις του τοποθετώντας δυνάμεις Αχαιών στη θέση Κυνηγού, Τριπολιτσιώτες, με τον Γεώργιο Σέκερη  στον πύργο του Σαϊταγά, αριστερά της μονής, τον Γενναίο στον Παλαιόπυργο, στην περιοχή του σημερινού Πετρωτού, τον Α. Λόντο και Δ. Μελετόπουλο στο χωριό Σελλά, στο Παναχαϊκό όρος, τον Κανέλο Δεληγιάννη στο Πριναρόκαστρο (σημερινό Πουρναρόκαστρο), ενώ ο ίδιος και ο Πλαπούτας έμεινε στο Σαραβάλι, νότια της πόλης, όπου και το αρχηγείο του. Επίσης ο Γέρος ανέπτυξε μικρότερα τμήματα με τους Αποστόλη Κολοκοτρώνη, Δ. Πετμεζά, Αναγνώστη Παπασταθόπουλο και Ι. Πέτα σε άλλες επίκαιρες θέσεις γύρω από την πόλη.

Έτσι ο Κολοκοτρώνης ακολουθώντας ουσιαστικά το σχέδιο απομόνωσης της Πάτρας που ακολούθησε και στην πολιορκία της Τριπολιτσάς, κατάφερε να αποκλείσει τους περισσότερους Τούρκους στα οχυρά της πόλης. Οι Τούρκοι με τρόμο διαπίστωναν καθημερινά τις προόδους των Ελλήνων και θορυβημένοι αποφάσισαν να αντιδράσουν. Έτσι ο Γιουσούφ πασάς, μαζί με τον Μεχμέτ πασά αποφάσισε να συντρίψει μια και καλή τους Έλληνες πολιορκητές. Ο Κολοκοτρώνης αναφέρει πως οι Τούρκοι διέθεταν περί τους 12.000 άνδρες. Το αριθμητικό τους δε πλεονέκτημα πολλαπλασιαζόταν από το γεγονός ότι διέθεταν και μεγάλο αριθμό ιππέων, αλλά και πυροβολικό.

«Συνεννοηθέντες οι δύο πασάδες εσυνάχθησαν όλοι εις τας Πάτρας και εις τας 9 Μαρτίου έγιναν τρις κολώνες (φάλαγγες) μια κατά των Πατρέων στη θέση Κυνηγού, η δε άλλη εις την μέσην κατ’ ευθείαν στο Γεροκομειό, η δε τρίτη στο κάτω μέρος του Γεροκομειού στις σταφίδες (ληνός)», αναφέρει ο Πλαπούτας.

Οι Τούρκοι λοιπόν σχημάτισαν τρεις φάλαγγες εφόδου και κινήθηκαν για να επιτεθούν κατά των Ελλήνων ρίχνοντας το βάρος τους στην περιοχή του Γεροκομείου. Η τουρκική επίθεση αιφνιδίασε τους Έλληνες. Οι μαχόμενοι στη θέση Κυνηγού υποχώρησαν πιεζόμενοι και οι Τούρκοι έφτασαν στη μονή Γηροκομείου και την πολιόρκησαν. Επίσης το σώμα του Γενναίου υποχρεώθηκε σε υποχώρηση και κατέφυγε στον πύργο του Σαϊταγά. Το τουρκικό σχέδιο φάνηκε αρχικά να αποδίδει. Οι Τούρκοι πέτυχαν, χάρη στην αριθμητική τους υπεροχή, να διασπάσουν, ουσιαστικά, την ελληνική διάταξη στο ισχυρότερό της σημείο.

Ο Κολοκοτρώνης αμέσως διέταξε τον Πλαπούτα και τον Ζαΐμη να σπεύσουν προς ενίσχυση των αποκλεισμένων στο μοναστήρι Ελλήνων. Ωστόσο η παρουσία του τουρκικού ιππικού παρέλυε κάθε κίνηση. Έτσι φαινόταν πως η μάχη ήταν χαμένη οριστικά για τους Έλληνες. Ο Κολοκοτρώνης όμως είχε διαφορετική άποψη.

Μόνος του κινήθηκε έφιππος από το Σαραβάλι για να σταματήσει τον διαφαινόμενο πανικό και να ανασυντάξει τους Έλληνες. Σιγά – σιγά πάντως έπεφτε το σκοτάδι το οποίο αποτέλεσε σημαντικό σύμμαχο των καταπονημένων ελληνικών τμημάτων. Ο δε Κολοκοτρώνης πέραν από άξιος στρατηγός στο πεδίο της μάχης αποδείχθηκε και γνώστης των ψυχολογικών επιχειρήσεων.

Ανεβαίνοντας σε ένα λοφίσκο κοντά στο χωριό Ρωμανού και καθώς είχε σκοτεινιάσει εντελώς, ο Κολοκοτρώνης άρχισε να φωνάζει: «Ετσάκισαν οι Τούρκοι»! Το αποτέλεσμα ήταν εκπληκτικό. Οι Έλληνες εμψυχώθηκαν και οι Τούρκοι, πολλοί εκ των οποίων ήξεραν ελληνικά, πανικοβλήθηκαν και άρχισαν να φεύγουν άτακτα έναντι ενός ανύπαρκτου κινδύνου, ενώ ήταν ουσιαστικά νικητές.

Σε λίγο ο Γιουσούφ και ο Μεχμέτ είχαν χάσει εντελώς τον έλεγχο των ανδρών τους άλλοι εκ των οποίων υποχώρησαν πανικόβλητοι μέχρι το Ρίο ενώ οι περισσότεροι επέστρεψαν στην ασφάλεια των τειχών του φρουρίου της Πάτρας. Οι δύο Τούρκοι πασάδες μόλις σώθηκαν και κατέφυγαν επίσης στο φρούριο.

Η νίκη των Ελλήνων, οφειλόμενη αποκλειστικά στον Κολοκοτρώνη, ήταν μεγάλη. Οι συνολικές απώλειες των Τούρκων, υπολογίζονται σε 1.000 νεκρούς, τραυματίες και αιχμαλώτους. Η δύναμη των Γιουσούφ και Μεχμέτ ήταν πάντως μάλλον τυχερή τελικά διότι αν οι Έλληνες που βρίσκονταν στη μονή του Γηροκομείου και στον πύργο του Σαϊταγά πραγματοποιούσαν έξοδο θα τους είχαν αφανίσει. Η ήττα καταρράκωσε το ηθικό των Τούρκων που δεν αποτόλμησαν νέα έξοδο, παρά το γεγονός ότι εξακολουθούσαν πάντα να υπερέχουν αριθμητικά των Ελλήνων.

«Από της ημέρας εκείνης δεν ετόλμησαν πλέον να εξορμήσωσι πανστρατιά οι πολιορκούμενοι Τούρκοι, μόνον δε εν ώρα βροχερά, ότε καθίσταντο άχρηστα τα στερούμενα λόγχης πυροβόλα των Ελλήνων, απετόλμα το τουρκικόν ιππικόν να προβάλη διά των πυλών εις την δι’ αναριθμήτων μικρών χαρακωμάτων κεκαλυμμένην πεδιάδα˙ τότε όμως απέσυρεν εμφρόνως και ο Κολοκοτρώνης τους στρατιώτας αυτού εις τας φάραγγας των ορέων, άτινα περιβάλλουσιν εις ευρείαν έκτασιν τας Πάτρας, και όπου δεν απεθάρρουν να παρακολουθήσωσιν αυτόν οι ιππείς του εχθρού».(K. Mendelssohn- Bartholdy, Ιστορία…σελ 356)

Δολερές διαφωνίες

Παρά τη μεγάλη αυτή νίκη στη μάχη του Σαραβαλίου, όπως έμεινε γνωστή, ο Κωλέττης αποφάσισε να υπονομεύσει κάθε προσπάθεια του Κολοκοτρώνη. Ο Κωλέττης όχι μόνο δεν έλυνε τα προβλήματα που παρουσιάζονταν αλλά έφτασε στο σημείο να διατάξει τον Κολοκοτρώνη να εγκαταλείψει την πολιορκία της Πάτρας και να μεταβεί με τις δυνάμεις του στη δυτική Στερεά για να ενισχύσει τους επαναστάτες εκεί. Δηλαδή ούτε λίγο, ούτε πολύ, ο υπουργός Στρατιωτικών ζητούσε από τον Γέρο να διαγράψει όλες τις μέχρι τότε επιτυχίες του και να πάει στην Στερεά, αφήνοντας πίσω του περί τους 12.000 Τούρκους επί του άξονα επικοινωνιών του.

Η διαταγή του Κωλέττη είναι ενδεικτική του άθλιου πνεύματος του φατριασμού που κυριαρχούσε στους κόλπους των Ελλήνων, ώστε να ρισκάρουν και την σωτηρία αυτής καθαυτής της πατρίδας προκειμένου να επιτύχουν την εξουδετέρωση του επίφοβου κατ’ αυτούς Κολοκοτρώνη. Ο Κολοκοτρώνης, με ψυχραιμία, απάντησε στον Κωλέττη πως «πρέπει πρώτα να σβύσουμε την φωτιά που είναι μέσα και έπειτα να υπάγης και εις βοήθεια του γειτόνου σου». Ο Κωλέττης εξοργίστηκε με την επιστολή του Κολοκοτρώνη και του απεύθυνε νέα έγγραφη διαταγή κατηγορώντας τον μάλιστα για απείθεια έναντι της κυβέρνησης. Τότε ο Κολοκοτρώνης αφήνοντας επικεφαλής τον Πλαπούτα αποφάσισε να μεταβεί προσωπικά στην Κόρινθο για να «ίδη τι πράγμα είναι η Κυβέρνηση και τι μυαλό έχει», κατά τον Φωτάκο.

Ο Γέρος φοβούμενος για την προσωπική του ασφάλεια κινήθηκε συνοδευόμενος από 80 πιστούς του άνδρες. Πλησιάζοντας στην Κόρινθο ο Κωλέττης του έστειλε μήνυμα να μην μπει στην πόλη με τη φρουρά του, διαταγή που ο Κολοκοτρώνης αγνόησε.

Όταν ο στρατηγός μπήκε στην πόλη, τον οδήγησαν με εντολή της κυβέρνησης να καταλύσει σε ένα ερειπωμένο οίκημα με σκοπό να τον εξευτελίσουν. Η φιλοτιμία του Γέρου δεν άντεξε άλλο και αμέσως εγκατέλειψε την Κόρινθο και βάδισε προς την Τριπολιτσά. Στο Ζευγολατιό όμως τον πρόλαβε ο Κωλέττης και με δυσκολία τον έπεισε να επιστρέψει στην Κόρινθο. Τελικά δόθηκε εντολή στον Κολοκοτρώνη να συνεχίσει την πολιορκία της Πάτρας όπου ο Πλαπούτας είχε καταφέρει, με δυσκολία, να αποκρούσει μια ακόμα απόπειρα εξόδου των Τούρκων, οι οποίοι επιχείρησαν να εκμεταλλευτούν την απουσία του Γέρου του Μωριά.

Η κυβέρνηση όμως, αν και αποδέχτηκε, θεωρητικά, να επιτρέψει στον Κολοκοτρώνη να συνεχίσει την πολιορκία, στην πραγματικότητα άρχισε να τον υπονομεύει ακόμα χειρότερα από πριν αρνούμενη να τον ενισχύσει με άνδρες, χρήματα ή εφόδια. Ο Κολοκοτρώνης αυτοσχεδιάζοντας κατάφερε να παρατείνει την πολιορκία και μάλιστα επιχείρησε να έρθει σε συνεννόηση με τους πολιορκημένους επίσης Λαλαίους Τούρκους ώστε να αποχωρήσουν από την πόλη αποδυναμώνοντας τη φρουρά. Παράλληλα η κυβέρνηση σχημάτισε μια νέα δύναμη με τον Κανέλλο Δεληγιάννη στην οποία ανέθεσε την εκστρατεία στη δυτική Στερεά. Με τη δικαιολογία αυτή όλες οι ενισχύσεις και οι πόροι κατευθύνονταν προς τον Δεληγιάννη ενώ στον Κολοκοτρώνη δεν έστελναν τίποτα. Και σα να μην έφτανε αυτό στους καπετάνιους και τους στρατιώτες του έρχονταν διαταγές βάσει των οποίων έπρεπε να φύγουν από το «στρατόπεδο της Πάτρας» απειλούμενοι πως αν δεν υπάκουαν η κυβέρνηση θα δήμευε το 1/3 των περιουσιακών τους στοιχείων. Έτσι απέναντι στους 12.000 πολιορκημένους Τούρκους της Πάτρας απέμεινε ο πολιορκητής Κολοκοτρώνης με 600 μόλις άνδρες! Αντιλαμβανόμενος το μάταιο της προσπάθειας διέλυσε το στρατόπεδο του Σαραβαλίου, στις 23 Ιουνίου 1822 και κινήθηκε προς την Τριπολιτσά. «Σκοπός τους ήταν να μην πάρω την Πάτρα και να μου σηκώσουν την δύναμη την στρατιωτική», αναφέρει στα απομνημονεύματά του.

Μετά την αποχώρηση του Κολοκοτρώνη οι Τούρκοι βγήκαν από το φρούριο και έκαψαν το ελληνικό στρατόπεδο, δεόμενοι στον Αλλάχ για την ανέλπιστη σωτηρίας τους.

Ιούλιος 1822-Οκτώβριος 1828 (Υποπερίοδος Γ΄)

Το υπόλοιπο χρονικό διάστημα του 1822 δεν σημειώθηκε καμία προσπάθεια επαναπολιορκίας του φρουρίου από τις ελληνικές δυνάμεις. Μοναδική ενέργεια εκ μέρους των Ελλήνων  ήταν η διαταγή της Πελοποννησιακής Γερουσίας προς τον Α. Ζαΐμη να συγκεντρώσει στρατιώτες «εκ Καλαβρύτων και Π. Πατρών […] και να τους τοποθετήση περί την πόλιν των Πατρών, διά να εμποδίζωσι την έξοδον των εκείσε Οθωμανών». (Σπ. Τρικούπης, Ιστορία,τόμος1, σελ.70)  Η απουσία όμως του Ζαΐμη από την όλη επιχείρηση ατόνησε το σχέδιο με συνέπεια ο οθωμανικός στόλος να εφοδιάζει ανενόχλητος το φρούριο, ενώ τα εχθρικά στρατεύματα πραγματοποιούσαν ελεύθερα επιθέσεις προς τη Γαστούνη και τα Καλάβρυτα. Επειδή η επικρατούσα κατάσταση έπρεπε να λάβει τέλος, συγκροτήθηκε στρατόπεδο κοντά στη μονή Ομπλού (θέση Πετρωτό) με την ηγεσία του Π. Γιατράκου (4.5.1823) με σκοπό την εκ νέου πολιορκία της Πάτρας.   Για   τη   συγκεκριμένη   στρατολόγηση   μάλιστα «ουδεμία προθυμία εδείχθη και ουδεμία ιδιαιτέρα προσπάθεια κατεβλήθη». (Νεολόγος Πατρών, 2-12-1931).Μάλιστα οι επαρχίες που είχαν ταχθεί με τον Θ. Κολοκοτρώνη, τους Δεληγιανναίους και τον Γ. Σισίνη αρνήθηκαν να αποστείλουν στρατεύματα. Υπό αυτές τις συνθήκες το στρατόπεδο «αδόξως συγκροτηθέν, αδόξως ενεργήσαν, αδόξως διελύθη». (Νεολόγος Πατρών, 2-12-1931)

Η μη δραστηριοποίηση των Ζαΐμη και Αναγνωσταρά στην κατάληψη της Πάτρας οδήγησαν το Εκτελεστικό στο να αναθέσει και πάλι στον Γέρο του Μοριά  με 1.000 άνδρες την πολιορκία της πόλης. ο οποίος αποφάσισε να κατευθυνθεί στην Πάτρα αρχές Νοεμβρίου 1823. Είχε μάλιστα διατάξει τον στρατηγό Δ. Πλαπούτα να κινηθεί με στρατεύματα από την Αρκαδία και την Ηλεία προς την πόλη. Η εκστρατεία όμως ματαιώθηκε, αφού οι Α. Ζαΐμης, Α. Λόντος και Γ. Σισίνης απέστειλαν στο Βουλευτικό έγγραφο, «Σχέδιον της πολιορκίας Πατρών», με το οποίο  δήλωναν ότι οι επαρχίες Γαστούνης, Πύργου, Πάτρας, Καλαβρύτων και Βοστίτσας είχαν ενώσει τις δυνάμεις τους για να πολιορκήσουν εκ νέου την πόλη (27.11.1823). Για μία ακόμη φορά ο φόβος των Αχαιών αρχόντων μήπως και αυξηθεί υπερβολικά το γόητρο του Κολοκοτρώνη, απέτρεψε την όποια πολεμική δράση.

Κίνητρο όμως στην ελληνική κυβέρνηση για «να σχηματίση […]  στενήν πολιορκίαν (των Πατρών) και από ξηράς και από θαλάσσης» έδωσε η επικείμενη απόβαση του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο. «Κανένα άλλο μέρος της Πελοποννήσου δεν δύναται τοσούτον να ωφελήση ή να βλάψη τα υλικά των Ελλήνων πράγματα, όσον το φρούριον των Παλαιών Πατρών. Η πόλις αύτη διά την θέσιν της ως προς την Πελοπόννησον και Δυτικήν Ελλάδα είναι το μόνον ουσιώδες πολεμικόν σημείον και μόνον μέσον ευκόλου κοινωνίας εμπορικής των λοιπών μερών της Ευρώπης μετά της Ελλάδος». (Νεολόγος Πατρών, 3-12-1931).

Στο πλαίσιο της αντιμετώπισής του δημιουργήθηκε και στην Αχαΐα στρατόπεδο υπό την αρχηγία του Α. Λόντου (14.7.1824), δυναμικότητας 3.000-3.500 ανδρών. Το στρατόπεδο θα επαγρυπνούσε για «την των ενδεχομένων αποβάσεων αντίκρουσιν» και «την Πατρών πολιορκίαν». (Ιστορικόν Αρχείον του στρατηγού Ανδρέου Λόντου, τόμ. ΙΙ, σ. 342). Στην παρούσα φάση η συγκεκριμένη πολεμική επιχείρηση είχε μεγάλη σημασία για την έκβαση του απελευθερωτικού Αγώνα. Η κυβέρνηση διόρισε επίσης αρχηγούς των διαφόρων τμημάτων μέλη της οικογένειας Κολοκοτρώνη σε μια προσπάθεια να προσελκύσει  την εύνοια του Γέρου του Μωριά. Το στρατόπεδο συγκροτήθηκε στις αρχές Αυγούστου στη Δεμέστιχα, ενώ ο Λόντος κατέφθασε στην περιοχή στα μέσα Σεπτεμβρίου (13.9.1824). Η ύπαρξη πάντως του στρατοπέδου δεν αποθάρρυνε τις επιθέσεις και τις λεηλασίες των Οθωμανών, οι οποίοι επωφελούμενοι της χαλαρότητας των Ελλήνων πραγματοποιούσαν συχνά επιδρομές έως και τη Γαστούνη. Σύμφωνα με τους επίσημους πίνακες, στο στρατόπεδο υπήρχαν 3.800 άνδρες. Στα τέλη Σεπτεμβρίου 1824 πολλοί στρατιώτες είχαν πλέον λιποτακτήσει και  στο στρατόπεδο υπήρχαν σημαντικότατες ελλείψεις σε πολεμικό υλικό και τρόφιμα. Το Εκτελεστικό επίσης, θέλοντας να καταστήσει τον Α. Λόντο και τους κοινοτικούς άρχοντες της Αχαΐας πολιτικά ακίνδυνους και να δείξει την ευμενή του διάθεση προς τον Κολοκοτρώνη, διόρισε τον Δ. Πλαπούτα συναρχηγό της πολιορκίας (17.10.1824).

      Στα μέσα Οκτωβρίου (1824) το Εκτελεστικό έστειλε οκτώ πολεμικά πλοία, με τη διοίκηση του Σπετσιώτη Ι. Κούτζη, για να αποκλείσουν από τη θαλάσσα τα φρούρια της Πάτρας και της Ναυπάκτου. Λίγο αργότερα (26.10.1824) οι Π. Κολοκοτρώνης, Ι. Νοταράς, Β. Πετμεζάς, Δ. Δεληγιάννης, Κ. Πετμεζάς και Α. Σκαλτζάς, με αναφορά τους στον αρχηγό της πολιορκίας Α. Λόντο, ανακοίνωσαν την πρόθεσή τους να αποχωρήσουν από το στρατόπεδο, ύστερα από την παρέλευση της ενδεκαήμερης προθεσμίας που του είχαν δώσει για την πληρωμή των σιτηρεσίων τους. Κάτω από  αυτές τις συνθήκες ο Λόντος διέλυσε την πολιορκία και εξέφρασε μάλιστα τη λύπη του, «διότι ζημία, υπολογιζομένη υπ’ αυτού εις 700.000 γρόσια, προυξενήθη εις τον Ελληνικόν Θησαυρόν ασκόπως». (Νεολόγος Πατρών, 3-12-1931)

Έπειτα από αυτή την εξέλιξη, το Εκτελεστικό αποφάσισε να επαναπολιορκηθεί το φρούριο από Σουλιώτες με την ηγεσία των Δ. Μελετόπουλου και Δ. Πλαπούτα (Δεκέμβριος 1824). Προκειμένου να αποκλείσει το φρούριο από τη θάλασσα έστειλε στα τέλη Δεκεμβρίου τον Σπετσιώτη Ν. Μυλωνά με τέσσερα πλοία. Επιπρόσθετα ο πρόεδρος του Εκτελεστικού Γ. Κουντουριώτης άρχισε να οργανώνει –κατόπιν σχετικής απόφασης της κυβέρνησης (12.1.1825)– μεγάλη εκστρατεία για την πολιορκία του αχαϊκού φρουρίου, καθ’ ότι θεωρούσαν την κυρίευσή του «ως εν των ουσιωδεστέρων επιχειρημάτων, προς στερέωσιν της Ελληνικής ανεξαρτησίας». (Ελληνικά Χρονικά, αρ 11, Μεσολόγγι,6-2-1825. )Προκειμένου να επιτευχθεί το συγκεκριμένο εγχείρημα δέσμευσε τεράστιο χρηματικό ποσό από το εξωτερικό δάνειο (1.600.000 γρόσια). Με την εκπλήρωση του συγκεκριμένου «προσωπικού σχεδίου», ο Κουντουριώτης πίστευε ότι θα αποκτούσε αίγλη που θα τον καθιστούσε αδιαφιλονίκητο πρόεδρο του Εκτελεστικού και θα δικαίωνε τον τίτλο του αρχιστρατήγου (21.2.1825). Στο πλαίσιο  της  οργάνωσης  της  πολιορκίας  εντάσσεται  και  η  αποστολή  του  πλοίου «Άρης» στην Πάτρα με στρατιωτικό υλικό (16.3.1825). Σύμφωνα με τον Απ. Βακαλόπουλο, ο Κουντουριώτης προετοίμασε την εκστρατεία «κινούμενος από λόγους αντιζηλίας και έχθρας προς τους δυνατούς προκρίτους της Αχαΐας Ανδρέα Ζαΐμη και Ανδρέα Λόντο». (Απ. Βακαλόπουλος, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τόμ. Ζ, σελ 12).  Μια ολιγόμηνη πάντως παράταση της πολιορκίας –επί αρχηγίας  Α. Λόντου– ενδεχομένως  θα επέφερε  αίσιο αποτέλεσμα,  αφού  οι περίπου 1.300 Οθωμανοί ήσαν εξαθλιωμένοι. «Οι εν Καστέλω της Πελοποννήσου, και εν Π. Πάτραις εχθροί συμποσούνται ως 1.300, με ιππικόν έως επτακοσίους˙ το εσωτερικόν τους είναι εις αθλίαν κατάστασιν˙ ζωοτροφίας, με μεγάλην οικονομίαν, μόλις έχουν διά δύω μήνας˙ ο Ιουσούφ Πασσάς, προ ενός μηνός, διά την κατ’ αυτού επανάστασιν των Τούρκων, ζητούντων τον μισθόν των, ευρέθη βιασμένος να δώση ενέχυρον εις αυτούς τον υιόν του…». (Ελληνικά Χρονικά, αρ. 48, Μεσολόγγι 17-6-1825)

Ο εμφύλιος όμως πόλεμος που μαινόταν δεν επέτρεψε να πραγματοποιηθούν οι προετοιμασίες του Κουντουριώτη. Η είδηση επίσης της απόβασης του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο οδήγησαν την κυβέρνηση να εγκαταλείψει την οποιαδήποτε σκέψη για επαναπολιορκία. Οι καταστροφές που επέφεραν τα οθωμανοαιγυπτιακά στρατεύματα και κυρίως η δεύτερη πολιορκία του Μεσολογγίου δεν επέτρεψαν την οποιαδήποτε επιχειρησιακή δράση για την άλωση  των  Πατρών.  Τελικά η πόλη θα παραμείνει σε οθωμανική κατοχή έως τον Οκτώβριο του 1828, οπότε και τα εχθρικά στρατεύματα παραδόθηκαν στο γαλλικό εκστρατευτικό σώμα.

Γενομένων συνεννοήσεων, υπεγράφη την 7ην Οκτωβρίου 1828 το πρακτικόν της παραδόσεως των δύο φρουρίων, της ακροπόλεως και Ρίου, όπερ υπέγραψαν ο φρούραρχος Χατζή-Αβδουλάς και λοιποί Τούρκοι, βλέποντες τους Γάλλους πλησίον της πόλεως και ετοίμους προς εκτέλεσιν του σκοπού, ον είχον, αναχωρούντες εκ Γαλλίας. Την  ημέραν  όμως καθ’  ην  συμφώνως με την  συνθήκην  έπρεπε να παραδοθώσι τα δύο φρούρια, οι εν Ρίω Τούρκοι απέρριψαν την συνθήκην, παρά την γνώμην του φρουράρχου και ήρχισαν πρώτοι τον πόλεμον. Οι Γάλλοι απήντησαν και η μάχη εγενικεύθη […] Η πολιορκία ήτο στενή, αι μάχαι πολυήμεροι και οι Τούρκοι εφοβήθησαν ενδεχομένην έφοδον. Διά τούτο την 18ην Οκτωβρίου παρεδόθησαν». (Νεολόγος Πατρών, Πάτρα 5.12.1931).

Επιλογικά

Kαθ’ όλη τη διάρκεια της Επανάστασης η άλωση των Πατρών απετέλεσε μία από τις βασικότερες μέριμνες των επαναστατημένων Ελλήνων, αφού θεωρούσαν ότι με την πτώση του αχαϊκού φρουρίου «και η Πελοπόννησος ήθελεν ασφαλισθή αρκετά απ’ εκείνο το μέρος, και η δυτική Ελλάς, και μάλιστα το Μεσολόγγι, ήθελεν έχει πολλήν την ωφέλειαν». (Ν. Σπηλιάδης, Απομνημονεύματα, τόμ Α σελ 299).  Η άποψη αυτή επιβεβαιώνεται και από το ότι την ηγεσία της πολιορκίας ανέλαβαν σημαντικοί πολιτικοί και στρατιωτικοί παράγοντες της Πελοποννήσου, αλλά και της Επανάστασης γενικότερα (Π. Πατρών Γερμανός, Α. Λόντος, Θ. Κολοκοτρώνης Γ. Κουντουριώτης). Επιπρόσθετα η άλωση ήθελε «υψώσει εις το λοιπόν της Ευρώπης το σύνθημα της (ελληνικής) ανεξαρτησίας» και ήθελε «προξενήσει την σωτηρίαν και την ασφάλειαν της Πατρίδος». (Νεολόγος Πατρών, 3-12-1931). Όμως η μακροχρόνια αυτή στρατιωτική επιχείρηση απετέλεσε κυρίαρχο πεδίο πολιτικών αντιπαραθέσεων μεταξύ πολιτικών και στρατιωτικών ηγετών. Τις περισσότερες μάλιστα φορές κερδισμένοι βγήκαν οι πρώτοι, γεγονός που είχε αρνητικές επιπτώσεις και στην την ίδια την πολιορκία και στην Επανάσταση.

Σχετικά με τα αίτια που «δεν εξεπολιορκήθησαν αι Πάτραι», σε αυτά περιλαμβάνοται: α) τα δημοσιονομικά, η οικονομία δηλαδή των στρατοπέδων, β) τα πολιτικά και γ) τα στρατηγικά. Τα πρώτα σχετίζονται με την κακή οικονομική κατάσταση των στρατοπέδων που κατά καιρούς συγκροτήθηκαν, καθώς οι ανάγκες τους «επληρούντο προχείρως και δίχως βάσιν διά το μέλλον». (Νεολόγος Πατρών, 2-12-1931).  Οι στρατιωτικές δαπάνες καλύπτονταν τα πρώτα έτη της Επανάστασης από τους ίδιους τους αγωνιστές και όχι από εθνικούς πόρους. Συνεπώς στην πρώτη υποπερίοδο ο κάθε στρατιώτης «έφερε μεθ’ εαυτού το όπλον του, την τροφή του, τον ιματισμό του. Μισθοί δεν κατεβάλλοντο, ιδιαιτέρα τις πρόνοια διά τους αγωνιστάς δεν υπήρχε. Πατριωτικαί παραινέσεις των αρχηγών ήρκουν διά να προσφέρη έκαστος ζωήν, άρτον, όπλον…». (Νεολόγος Πατρών, 30-11-1931).  Στη δεύτερη υποπερίοδο η κατάσταση διαφοροποιήθηκε, αφού χρειάζονταν πλέον μεγάλα χρηματικά ποσά για τη συγκρότηση στρατοπέδων, που θα προσέφεραν στους μαχητές «εις  είδος  επίδομα  (ταΐνι)  ή  σιτηρέσιον  (μισθός  προς  τροφήν)»,  πολεμικό υλικό, υγειονομική φροντίδα» (Νεολόγος Πατρών, 30-11-1931).

Όσο για τα πολιτικά αίτια, σε αυτά συγκαταλέγονται κυρίως οι εμφύλιες έριδες των Ελλήνων μεταξύ συγκεκριμένων τοπικών παραγόντων οι οποίες οδήγησαν ακόμη και στη φυσική εξόντωση των αντιπάλων (Π. Καρατζάς).  Στις πολεμικές αναμετρήσεις οι τοπικοί παράγοντες είχαν ηγετικό  ρόλο. Επρόκειτο ανεπιφύλακτα για ισχυρές πολιτικά προσωπικότητες της Πελοποννήσου, χωρίς όμως την αναγκαία στρατιωτική εμπειρία. Επιπρόσθετα στο αχαϊκό στρατόπεδο σύντομα επικράτησαν έριδες και εντάσεις Οι πολιτικοί ανταγωνισμοί και οι συγκρούσεις που πραγματοποιήθηκαν από τους πρωταγωνιστές των πολεμικών επιχειρήσεων αφορούσαν τον έλεγχο της εξουσίας στην περιοχή. «επειδή οι Προεστώτες των Επαρχιών της Πελοποννήσου, βλέποντες, ότι ηύξανε βαθμηδόν η δύναμις των καπιταναίων, με το να έλαβον επιρροήν εις τους στρατιώτας, και φοβούμενοι, μήπως τους αφαιρεθή διόλου το στρατιωτικόν και υποκύψουν εις την υπεροχήν των Καπιταναίων, εκ των οποίων υπώπτευον περί εαυτών, εστοχάσθησαν να προλάβουν το τοιούτον, και να εφελκύσουν το στρατιωτικόν, διά να ελαττωθή η δύναμις των Καπιταναίων, και επομένως να ματαιωθούν και οι σκοποί του Υψηλάντη, τον οποίον ενόμιζον σύμφωνον με τους Καπιταναίους. Όθεν έκαμαν αρχήν οι Καλαβρυτινοί και οι Πατραίοι». (Π. Πατρών Γερμανός, Υπομνήματα σελ 78)

 Μέσα σε αυτές τις πολιτικές αντιπαραθέσεις, ο Θ. Κολοκοτρώνης. κυριάρχησε στρατιωτικά. Ύστερα από την κατάληψη της Τριπολιτσάς ο Γέρος του Μωριά αύξησε το κύρος και τη φήμη του, με συνέπεια να καταστεί αδιαφιλονίκητος στρατιωτικός ηγέτης της  Επανάστασης στην Πελοπόννησο. Η στρατιωτική αρετή που απέκτησε στα πεδία των μαχών εύκολα μπορούσε να μετατραπεί σε πολιτικό κεφάλαιο. Αυτό όμως τον καθιστούσε επικίνδυνο για τους κοινοτικούς άρχοντες της Αχαΐας, αλλά και του Μωριά γενικότερα ήταν λογικό συνεπώς να αντιδράσουν έντονα στο άκουσμα ότι θα αναλάμβανε αυτός να ηγηθεί της πολιορκίας. Επιπρόσθετα στα αίτια αυτά εντάσσουμε, για τα πρώτα έτη της πολιορκίας, τη στάση του Άγγλου προξένου στην Πάτρα Ph. J. Green προς τους Έλληνες και τους Οθωμανούς, «όστις προσπαθεί να παρατείνη την πολιορκίαν διά να δύναται να εμπορεύεται και εκμεταλλεύεται». (Νεολόγος Πατρών, 3-12-1931).  Στα στρατηγικά αίτια συμπεριλαμβάνονται η έλλειψη συντονισμού, τάξης και πειθαρχίας στους πολιορκητές, αφού οι περισσότεροι από αυτούς ήταν πολεμικά άπειροι, καθώς και η έλλειψη ικανού αρχηγού που θα ενέπνεε θάρρος στους αγωνιστές και θα μπορούσε να τους επιβληθεί. Γενικά η οργάνωση του ελληνικού στρατοπέδου υπήρξε υποτυπώδης, ενώ η στελέχωσή του είχε αμιγώς τοπικό χαρακτήρα. Ο Θ. Κολοκοτρώνης υπήρξε ένας ικανός αρχηγός, η παρουσία του όμως στην Πάτρα υπήρξε προσωρινή, λόγω των πολιτικών αντιπαραθέσεων, με συνέπεια να μην επιτευχθούν τα προσδοκώμενα αποτελέσματα. Στα στρατιωτικά αίτια της αποτυχημένης επιχείρησης συμπεριλαμβάνεται και η «διά ξηράς μόνον ενεργουμένη» πολιορκία, που δεν ήταν ικανή «να αναγκάση τους Τούρκους να παραδοθώσιν, ενώ ηδύναντο να προμηθεύωνται τροφάς από την θάλασσαν». (Δ. Αινιάν, Απομνημονεύματα, σελ 75). Δεν πρέπει επίσης να  μας διαφεύγει ότι το φρούριο των Πατρών ήταν αρκετά ισχυρό. Την οχυρωματική του μάλιστα ισχύ αύξανε η γειτνίαση του φρουρίου με το καστέλι του Μορέως (φρούριο του Ρίου), και με το καστέλι της Ρούμελης (το φρούριο της Ναυπάκτου). Επιπρόσθετα η κατάληψη της Πάτρας δεν ήταν εύκολη διαδικασία, αφενός γιατί οι πολιορκούμενοι είχαν τη δυνατότητα να εφοδιάζονται από τη θάλασσα, καθώς ο οθωμανικός στόλος διενεργούσε συχνές περιπολίες στην περιοχή, και αφετέρου γιατί η άμυνα που εφάρμοζε ο Γιουσούφ πασάς υπήρξε αποτελεσματική. Για όλους αυτούς τους λόγους καθίσταται εμφανές το γιατί τα ελληνικά στρατεύματα –μη χρησιμοποιώντας όλες τις εθνικές δυνάμεις και μη συνεργαζόμενα αρμονικά μεταξύ τους– περιορίστηκαν μόνο στο να εμποδίζουν τις κατά καιρούς δράσεις του εχθρού εκτός φρουρίου.

Ήδη τρία έτη πολιορκείται και πάντοτε μένει απολιόρκητος. Καθ’ έκαστον έτος ελπίζεται η άλωσίς της και πάντοτε μένει απολιόρκητος. Καθ’ έκαστον έτος ελπίζεται η άλωσίς της και πάντοτε μένει ανάλωτος και απόρθητος. Όλα αυτά είναι παραίτια της ατάκτου πολιορκίας, ήτις καθ’ έκαστον έτος σχηματίζεται και καταδαπανώνται αναρίθμητα χρήματα ματαίως και ανωφέλως, χωρίς να φαντασθώμεν ότι παραθαλάσσιον φρούριον διά να αλωθή χωρίς ναυτικήν δύναμιν είναι αδύνατον εις ημάς  (Νεολόγος Πατρών , 3-12-1931)

Αξιοσημείωτη είναι η ενεργός συμμετοχή των μοναστικών κοινοτήτων της περιοχής (Γηροκομείο, Ομπλός, Χρυσοποδαρίτισσα) στη μακρόχρονη πολεμική επιχείρηση. Αρκετοί άλλωστε ήσαν και οι μοναχοί που έλαβαν μέρος στις πολεμικές αναμετρήσεις, ενώ και οι κοινότητές τους κάλυψαν τμήμα των στρατιωτικών δαπανών. (Αμ. Φραντζής, Επιτομή της ιστορίας της αναγεννηθείσης Ελλάδος, τόμ. Β΄, σ. 182-183). Η δράση τους όμως επέφερε στις αχαϊκές μονές την καταστροφική μανία των Οθωμανών. (Νεολόγος Πατρών, 25.11.1931). Επιπρόσθετα οι δηώσεις των μοναστηριακών συγκροτημάτων που σημειώθηκαν κατά τη διάρκεια της Επανάστασης θα πρέπει να συσχετιστούν με τη στρατηγική τους θέση, η οποία επέτρεπε σε όποιον τις κατείχε να επιτηρεί την ευρύτερη περιοχή τους, καθώς και με την εγκατάσταση πλησίον τους ελληνικών στρατοπέδων.

     Η γενικότερη τέλος στάση του Κολοκοτρώνη που «εκινείτο άνευ χαλινού τινος», σύμφωνα με τον Π. Πατρών Γερμανό, εκφράζει τις προσπάθειες των Πελοποννησίων πολιτικών και στρατιωτικών να καρπωθούν, κατά την ανατροπή του «παλαιού καθεστώτος», την εξουσία που διαμορφωνόταν..  Όσον αφορά τη μη εμπλοκή του Δ. Υψηλάντη με την πολιορκία αυτή φανερώνει τις περιορισμένες πλέον δυνατότητες του τελευταίου στη λήψη πολιτικοστρατιωτικών αποφάσεων. Σε όλη τέλος την επαναστατική περίοδο είναι εμφανές ότι τα πάθη και οι εσωτερικές διαμάχες αναζωπυρώνονταν, όταν η Επανάσταση σταθεροποιόταν και δεν κινδύνευε να κατασταλεί. Αυτή όμως η κατάσταση λειτουργούσε εις βάρος του απελευθερωτικού Αγώνα, καθώς διαχώριζε τους επαναστατημένους σε αλληλοσυγκρουόμενες φατρίες.

 Η κατοχή ενός ισχυρού φρουρίου, όπως αυτό της Πάτρας, συντηρούσε πολλές προσδοκίες. Η πολιορκία άλλωστε μετατρεπόταν σε χώρο συγκέντρωσης ενόπλων και των εκάστοτε συμμάχων τους, γεγονός που ισχυροποιούσε την τοπικά συγκροτημένη εξουσία τους και συνεπώς τη συμμετοχή τους στη διοίκηση. Όσον αφορά τις αρνήσεις του Κολοκοτρώνη να υπακούσει στις εντολές του Εκτελεστικού, αυτές καταδεικνύουν την δύναμη που είχε πλέον αποκτήσει από την πολεμική του δράση, την επιθυμία του να ελέγχει εκ των έσω την Επανάσταση, αλλά και την αδυναμία του Εκτελεστικού να επιβληθεί στους ανθρώπους των όπλων.

Βιβλιογραφία

Μαρούδας, Φ, Η μάχη του Γηροκομείου, Αρχονταρίκι, 2017

Π. Πατρών Γερμανός, Υπομνήματα, Ψηφιακή Συλλογή, Πανεπιστήμιο Κρήτης, Ρέθυμνο

Σπηλιάδης, Ν.  Απομνημονεύματα, τόμ Α, Καραβία, 1972

Τρικούπης, Σπ,  Ιστορία, τόμος1, Λιβάνη, 2010

Τερτσέτη,  Άπαντα Κολοκοτρώνη, Γιοβάνη, 1996

Τόμπρος, Ν, Ένοπλες συγκρούσεις και πολιτικές αντιπαραθέσεις κατά την πολιορκία των Πατρών 1821-1828, Αρχονταρίκι, 2017

Φραντζής, Αμ, Επιτομή της ιστορίας της αναγεννηθείσης Ελλάδος, τόμ. Β Ψηφιακή Συλλογή, Πανεπιστήμιο Κρήτης, Ρέθυμνο

Χρυσανθόπουλος, Φ, ή Φωτάκος, Απομνημονεύματα περί της Ελληνικής Επαναστάσεως, Πελεκάνος 2011

Δικτυογραφία

http://www.apostolikidiakonia.gr/gr_main/catehism/theologia_zoi/category_lib/Afieromata/Eikosiena/text1821/%CE%A3%CE%A5%CE%93%CE%9A%CE%A1%CE%9F%CE%A5%CE%A3%CE%95%CE%99%CF%82%20%CE%9A%CE%91%CE%A4%CE%91%20%CE%A4%CE%97%CE%9D%20%CE%A0%CE%9F%CE%9B%CE%99%CE%9F%CE%A1%CE%9A%CE%99%CE%91%20%CE%A4%CE%A9%CE%9D%20%CE%A0%CE%91%CE%A4%CE%A1%CE%A9%CE%9D,%201821-1828.pdf

https://www.history-point.gr/patra-kolokotronis1821-22-elliniki-doxa-ellinika-aischi-kai-apotychies