
Γκιονάι Κενάντο, Γκόγκος Βασίλειος, Δάσκαλος Νικόλαος, Δημητράκου Δήμητρα, Ζήσης Κωνσταντίνος, Καμάσσα Ντομένικο, Κώτση Χαρίκλεια, Μποντίνας Θωμάς, Παπαδόπουλος Χάρης, Σόφη Φωτεινή, Στράτη Αρετή, Τσανάκα Κυριακή (Μαθητές/Μαθήτριες)
Επιβλέπουσες Εκπαιδευτικοί: Παπαθανασίου Χρυσούλα (ΠΕ02), pdxrisoyla@yahoo.gr Ζώη Γεωργία (ΠΕ02.05), georgia.zoi@hotmail.com
Σχολείο: 1ο Πρότυπο Γυμνάσιο Πρέβεζας με Λ.Τ.
Περίληψη
Η παρούσα εργασία των μαθητών/τριών της Β΄ Τάξης του 1ο Προτύπου Γυμνασίου Πρέβεζας με Λ.Τ. έχει ως θέμα της την τραγικότητα του Πριάμου, όπως αποτυπώνεται στην ικεσία του στον Αχιλλέα για τον νεκρό Έκτορα. Το θέμα της εργασίας εξετάζεται διεπιστημονικά μέσα από τη Λογοτεχνία και την τέχνη της ζωγραφικής, της γλυπτικής και του κινηματογράφου. Συγκεκριμένα οι μαθητές/τριες μελετούν τους αντίστοιχους στίχους της ραψωδίας Ω της Ιλιάδας, όπως και δύο ποιήματα Ελλήνων ποιητών του 19ου και του 20ου αιώνα, αλλά και δύο μεταφράσεις Ελλήνων ποιητών σε ποιητικά έργα ξένων ομότεχνών τους. Συγκεκριμένα πρόκειται για τα εξής: α) «Πριάμου νυκτοπορία» του Κ.Π. Καβάφη, β) «Ανακωχή» του Michael Longley σε μετάφραση του Χ. Βλαβιανού, γ) «Πόλεμος της Τρωάδος» (απόσπασμα) του Benoît de Sainte-Maure σε μετάφραση του Λ. Πολίτη και δ) «Πρίαμος» του Π. Πρεβελάκη. Μέσα από τις συμβάσεις της ποιητικής γραφής οι μαθητές/τριες εμπλέκονται συναισθηματικά με το υπό μελέτη θέμα, γιατί αναγνωρίζουν τη δύναμη των λόγων του Πριάμου και τον αντίκτυπό τους στον φονιά του γιου του, Αχιλλέα, ο οποίος συγκλονίζεται και κάμπτεται μπροστά στο δράμα του γέρου πατέρα. Επίσης συνειδητοποιούν τον ανθρώπινο πόνο, κοινό για κάθε θύμα του πολέμου, ανεξαρτήτως καταγωγής και εθνικότητας και τη ματαιότητα της αλληλοεξόντωσης μέσα από την αντίδραση του Πρίαμου και τον θρήνο της Εκάβης, όταν το νεκρό σώμα του Έκτορα φθάνει στην Τροία. Στην Ιλιάδα, όπως και στα προαναφερθέντα ποιήματα οι δημιουργοί δικαιώνουν τον Πρίαμο, εκφράζοντας τον έπαινο και την συμπάθειά τους προς αυτόν. Κοινό θέμα, ωστόσο, όλων των ποιητών αποτελεί η πρόθεσή τους να τον καταστήσουν ένα σύμβολο αντιπολεμικό, που διαπερνά όλους τους αιώνες. Στη συνέχεια οι μαθητές/τριες μέσω της τέχνης της ζωγραφικής και της γλυπτικής «διαβάζουν» τρεις πίνακες και μια μαρμάρινη σαρκοφάγο. Είναι οι παρακάτω: α) «Θρήνος Πριάμου» του West, Benjamin, β) «Έκτορος λύτρα» του Ivanov, Aleksandr Andreevich, γ) «Μαρμάρινη σαρκοφάγος» από το Λαδοχώρι Θεσπρωτίας, δ) «Νεκρώσιμος νόστος Έκτορα» του Trumbull, John. Στόχος είναι η αποκωδικοποίηση των οπτικών πληροφοριών που φέρουν τα παραπάνω έργα – οπτικός γραμματισμός – και η διερεύνηση των συναισθημάτων που τους γεννώνται με τη θέασή τους. Για τον λόγο αυτό δίνεται έμφαση στην παρατήρηση αφενός του τρόπου τοποθέτησης των δομικών στοιχείων της εικόνας στους πίνακες – διαπροσωπική μεταλειτουργία μη λεκτικής επικοινωνίας, αφετέρου στην απόδοση ορισμένων στοιχείων της εικόνας κατά τη σύνθεσή της από τον δημιουργό – κειμενική μεταλειτουργία μη λεκτικής επικοινωνίας. Τέλος μέσω της τέχνης του κινηματογράφου και της ταινίας «Τροία» (2004) των Β. Πέτερσεν και Ντ. Μπένιοφ οι μαθητές/τριες επιχειρούν να διαβάσουν με ποιους κινηματογραφικούς κώδικες οι δημιουργοί κινητοποιούν τα συναισθήματα των θεατών στη σκηνή της ικεσίας του Πριάμου στον Αχιλλέα. Τελικός στόχος της διεπιστημονικής αυτής εργασίας είναι η παρουσίαση του Πριάμου ως του παραδείγματος εκείνου που ενέπνευσε διαχρονικά ποιητές και καλλιτέχνες να μιλήσουν με λόγια ή με εικόνες ενάντια στη βία του πολέμου και η καλλιέργεια της ενσυναίσθησης των μαθητών με την προβολή του προσωπικού του δράματος.
Λέξεις –κλειδιά: Πρίαμος, Αχιλλέας, τέχνες.
Εισαγωγή
Η εργασία μας με τίτλο «Ο Πρίαμος μέσα από την Τέχνη της Ποίησης, της Ζωγραφικής και του Κινηματογράφου» παρουσιάστηκε στο 1ο Μαθητικό Συνέδριο με τίτλο «Πάρε τη λέξη μου δώσ’ μου το χέρι σου: Ορθώνοντας τον λόγο μας ενάντια στη βία», που διοργάνωσε ο Τομέας Κλασικής Φιλολογίας του Τμήματος Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων σε συνεργασία με την Περιφερειακή Διεύθυνση Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Ηπείρου. Ο θεματικός άξονας, στον οποίο εντάχθηκε, ήταν «Η δύναμη των αφηγήσεων ενάντια στη βία: από τους αρχαιοελληνικούς μύθους στις σύγχρονες αφηγηματικές μορφές (λογοτεχνία, κινηματογράφος κ.α.)».
Βασικό ζητούμενο της εργασία μας ήταν να καταδείξουμε με την ανάλυση και την κριτική ερμηνεία των κωδίκων καθεμιάς από τις παραπάνω τέχνες την ειρηνική αριστεία του Πρίαμου, η οποία αναδεικνύεται υπέρτερη από την πολεμική αριστεία του θανάσιμου αντιπάλου του, Αχιλλέα. Η δύναμη της ικεσίας του Πρίαμου για το νεκρό σώμα του γιου του ενεργοποιεί τις αξίες της συμπόνιας, του σεβασμού και της μεγαλοψυχίας στον Αχιλλέα και τον επανεισάγει στον κοινωνικό εαυτό του. Λειτουργεί επομένως ως ένα αντιπολεμικό σύμβολο, που υπερβαίνει το προσωπικό του δράμα και εξανθρωπίζει τον εχθρό του. Με βάση τον παραπάνω συλλογισμό θεωρούμε ότι ικανοποιούνται οι στόχοι του Μαθητικού Συνεδρίου, που αποβλέπουν στην ανάδειξη της σημασίας των Κλασικών Σπουδών ως μιας διεξόδου για τους νέους ανθρώπους απέναντι στη ρητορική της βίας στην εποχή μας.
Για την έρευνα, αναζήτηση και άντληση των ποιημάτων και των πινάκων ζωγραφικής χρησιμοποιήσαμε ψηφιακούς γλωσσικούς πόρους του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας και συγκεκριμένα τους εξής: Νόστος: Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία, Αριάδνη: Μορφές και Θέματα της Αρχαίας Ελληνικής Μυθολογίας, Πόροι για τα Ομηρικά έπη: Ο τρωικός μύθος στην τέχνη και τη λογοτεχνία.
Θεωρητικό πλαίσιο
Για την ανάλυση και ερμηνεία των τεσσάρων ποιημάτων αξιοποιήθηκε το παράδειγμα της τετραπλής ανάγνωσης, (Αμοργιανιώτη, 2022) που εφαρμόζει τις αρχές της Νέας Κριτικής και δίνει έμφαση στην ενδοκειμενική ανάγνωση. Η ανάγνωση των τριών πινάκων ζωγραφικής και της μαρμάρινης σαρκοφάγου βασίστηκε στη Γραμματική του οπτικού σχεδιασμού (Kress & Van Leeuwen, 1996) και στη Συστημική Λειτουργική Γραμματική του Halliday (Halliday, 1994). Αναλύσαμε λοιπόν τις οπτικές πληροφορίες των πινάκων με βάση την αναπαραστατική, διαπροσωπική και κειμενική μεταλειτουργία (Γρόσδος, 2017; 2018). Τέλος για την «ανάγνωση» της κινηματογραφικής ταινίας «Τροία» χρησιμοποιήσαμε τους πολιτιστικούς κινηματογραφικούς κώδικες, όπως την ανατροπή, το σκηνικό, τα σύμβολα και τους τεχνικούς κινηματογραφικούς κώδικες, όπως τα πλάνα, τη θέση της κάμερας, τα χρώματα, τον ήχο, τις σιωπές. Είναι σαφής επομένως η προσπάθεια διεπιστημονικής προσέγγισης της προσωπικότητας του Πρίαμου.
Ανάλυση ποιημάτων
- Καβάφη, Κ.Π. (1893) «Πριάμου Νυκτοπορία».
Άλγος εν τη Ιλίω κι οιμωγή.
Η γη
της Τροίας εν απελπισμώ πικρώ και δέει
τον μέγαν Έκτορα τον Πριαμίδην κλαίει.
Ο θρήνος βοερός, βαρύς ηχεί.
Ψυχή
δεν μένει εν τη Τροία μη πενθούσα,
του Έκτορος την μνήμιν αμελούσα.
Aλλ’ είναι μάταιος, ανωφελής
πολύς
θρήνος εν πόλει ταλαιπωρημένη·
η δυσμενής κωφεύει ειμαρμένη.
Τ’ ανωφελή ο Πρίαμος μισών,
χρυσόν
εξάγει εκ του θησαυρού· προσθέτει
λέβητας, τάπητας, και χλαίνας· κι έτι
χιτώνας, τρίποδας, πέπλων σωρόν
λαμπρόν,
και ό,τι άλλο πρόσφορον εικάζει,
κι επί του άρματός του τα στοιβάζει.
Θέλει με λύτρα, από τον τρομερόν
εχθρόν,
του τέκνου του το σώμα ν’ ανακτήσει,
και με σεπτήν κηδείαν να τιμήσει.
Φεύγει εν τη νυκτί τη σιγηλή.
Λαλεί
ολίγα. Μόνην σκέψιν τώρα έχει
ταχύ, ταχύ το άρμα του να τρέχει.
Εκτείνεται ο δρόμος ζοφερός.
Οικτρώς
ο άνεμος οδύρεται κι οιμώζει.
Κόραξ απαίσιος μακρόθεν κρώζει.
Εδώ, κυνός ακούετ’ υλακή·
εκεί,
ως ψίθυρος λαγός περνά ταχύπους.
Ο βασιλεύς κεντά, κεντά τους ίππους.
Της πεδιάδος εξυπνούν σκιαί
λαιαί,
και απορούν προς τί εν τόση βία
πετά ο Δαρδανίδης προς τα πλοία
Aργείων φονικών, και Aχαιών
σκαιών.
Αλλά ο βασιλεύς αυτά δεν τα προσέχει·
φθάνει το άρμα του ταχύ, ταχύ να τρέχει.
Ο Καβάφης εμπνέεται από τη θαρραλέα απόφαση του βασιλιά των Τρώων, Πρίαμου, να πάει μέσα στη νύχτα στο στρατόπεδο των Αχαιών, για να ζητήσει από τον Αχιλλέα το σώμα του νεκρού Έκτορα.
Το ποίημα έχει έντονα δραματικό και διδακτικό τόνο, καθώς πραγματεύεται την τραγικότητα του βασιλιά Πριάμου και την έννοια του ηθικού χρέους, που έχει απέναντι στο γιο του.
Παρακολουθούμε την δραματική πορεία του βασιλιά από το παλάτι της Τροίας προς το στρατόπεδο των Αχαιών μέσα στην άγρια νύχτα. Στις πρώτες στροφές πληροφορούμαστε ότι οι Τρώες πενθούν και θρηνούν το χαμό του Έκτορα, θρήνος που συνοδεύεται με κραυγές και οδυρμό (Άλγος εν τη Ιλίω κι οιμωγή, Ο θρήνος βοερός, βαρύς ηχεί.)Το μέλλον της πόλης προμηνύεται δυσοίωνο (η δυσμενής κωφεύει ειμαρμένη.) Αμέσως, μας προκαλείται μια ψυχική αναστάτωση, νιώθουμε τη θλίψη και την απελπισία που κυριαρχεί παντού.
Ο βασιλιάς δε χάνει χρόνο. Παίρνει τους πιο πολύτιμους θησαυρούς που έχει μέσα στο παλάτι του (προσθέτει λέβητας, τάπητας, και χλαίνας· κι έτι χιτώνας, τρίποδας, πέπλων σωρόν λαμπρόν), για να προσφέρει στον Αχιλλέα λύτρα και σε αντάλλαγμα να πάρει το νεκρό σώμα του γιου του (του τέκνου του το σώμα ν’ ανακτήσει). Θέλει η οικογένεια να τον κηδέψει με όλες τις πρέπουσες τιμές (με σεπτήν κηδείαν να τιμήσει). Μοναδική του σκέψη είναι να φτάσει όσο το δυνατόν πιο γρήγορα στον προορισμό του (ταχύ, ταχύ το άρμα του να τρέχει). Οι ενέργειές του είναι ψύχραιμες, μελετημένες και αποτυπώνονται μέσα από τη χρήση ρημάτων δράσης (εξάγει, προσθέτει, στοιβάζει).
Το σκηνικό της νυκτοπορίας είναι αγριεμένο και τρομακτικό. Ζωντανεύει μπροστά στα μάτια μας μέσα από τη χρήση ρημάτων σε ιστορικό Ενεστώτα, (φεύγει, τρέχει, κρώζει, κεντά) και τη χρήση οπτικών και ακουστικών εικόνων, όπως είναι ο σκοτεινός και δυσοίωνος δρόμος (δρόμος ζοφερός), ο άγριος άνεμος που φυσά και ακούγεται σαν ανθρώπινο κλάμα (ο άνεμος οδύρεται κι οιμώζει), το κοράκι που κράζει από μακριά και φαντάζει κακός οιωνός (Κόραξ απαίσιος μακρόθεν κρώζει), τα ουρλιαχτά του σκύλου (κυνός ακούετ’ υλακή), ο λαγός που διασχίζει γρήγορα τη νύχτα σαν ψίθυρος (ως ψίθυρος λαγός περνά ταχύπους) και ο Πρίαμος που χτυπά δυνατά τα άλογα, για να τρέξουν πιο γρήγορα (Ο βασιλεύς κεντά, κεντά τους ίππους). Στο υποβλητικό αυτό σκηνικό ο αναγνώστης νιώθει τον φόβο και τον κίνδυνο που παραμονεύει και αγωνιά για την τύχη του ήρωα.
Στις δύο τελευταίες στροφές κορυφώνεται ο κίνδυνος, καθώς ο Πρίαμος, σχεδόν πετώντας, πλησιάζει τα εχθρικά πλοία (πετά ο Δαρδανίδης προς τα πλοία). Με την τόση του βιασύνη απορούν μέχρι και τα στοιχεία της φύσης (Της πεδιάδος εξυπνούν σκιαί λαιαί, και απορούν προς τί εν τόση βία). Η τελευταία στροφή παρουσιάζει τη μεγαλύτερη συναισθηματική ένταση. Κορυφώνεται η αγωνία μας, γιατί ο ήρωας αψηφά τον κίνδυνο και δείχνει ατρόμητος. Είναι αποφασισμένος να πράξει το βαρύ χρέος του (Αλλά ο βασιλεύς αυτά δεν τα προσέχει). Η επανάληψη του τελευταίου στίχου (φθάνει το άρμα του ταχύ, ταχύ να τρέχει.) κορυφώνει την ένταση και δίνει έμφαση στην τραγικότητα του ήρωα. Το τέλος του ποιήματος μένει μετέωρο, αν και η χρήση της οριστικής έγκλισης των ρημάτων σε όλο το ποίημα εκφράζει τη βεβαιότητα αυτού που θα συμβεί.
Ο Καβάφης κατορθώνει μέσα από την προβολή του προσωπικού δράματος του Πρίαμου, να τον δικαιώσει στα μάτια μας ως σύμβολο αποφασιστικότητας και μαχητικότητας που αψηφά τα πάντα, προκειμένου να εκτελέσει το ηθικό του χρέος. Άλλωστε, αυτός είναι και ο λόγος που ο ίδιος αποστασιοποιείται και γράφει σε γ΄ ενικό πρόσωπο, ώστε να προσδώσει κύρος και καθολική ισχύ στα λεγόμενά του.
- Longley, Μ. (2005) Μετάφραση: Βλαβιανός, Χ. «Ανακωχή».
I
Ανακαλώντας τον πατέρα του και με δάκρυα στα μάτια
Ο Αχιλλέας πήρε τον γέρο βασιλιά απ’ το χέρι
Και τον οδήγησε στην έξοδο· όμως ο Πρίαμος τυλίχτηκε στα πόδια του
Και έκλαψε μαζί του ώσπου η θλίψη τους πλημμύρισε το δώμα.
II
Παίρνοντας το νεκρό σώμα του Έκτορα στα χέρια ο Αχιλλέας
Διέταξε να πλυθεί και, για χάρη του γέρου βασιλιά,
Να ντυθεί την πανοπλία του, ώστε ο Πρίαμος με το χάραμα
Να το κουβαλήσει, σαν δώρο τυλιγμένο, πίσω στην Τροία.
III
Είχαν μόλις δειπνήσει, απολαμβάνοντας κι οι δυο
Τη θέα της ομορφιάς τους, όπως εραστές,
Ο Αχιλλέας φτιαγμένος σαν θεός, ο Πρίαμος ακόμη ωραίος,
Με όρεξη για κουβέντα, αυτός που νωρίτερα είχε αναστενάξει:
IV
«Πέφτω στα γόνατα και κάνω ό,τι να γίνει πρέπει,
Φιλάω το χέρι του Αχιλλέα, φονιά του γιου μου».
Έμπνευση του ποιητή αποτελεί η δραματική συνάντηση του Πρίαμου με τον Αχιλλέα στη ραψωδία Ω της Ιλιάδας. Το ποίημα γράφτηκε με αφορμή την ανακωχή που έγινε στη Βόρεια Ιρλανδία το 1994 μετά τον τερματισμό ένοπλων συγκρούσεων με τον IRA που κράτησαν 25 χρόνια.
Ο τόνος του ποιήματος είναι έντονα δραματικός και διδακτικός. Το ποίημα πραγματεύεται τη ματαιότητα του πολέμου μέσα από την τραγικότητα των δύο ηρώων. Παράλληλα, αναδεικνύεται το ηθικό μεγαλείο του Πρίαμου, ο οποίος μετατρέπεται παγκόσμιο αντιπολεμικό σύμβολο.
Στην πρώτη στροφή υπάρχει μία έντονη συγκινησιακή φόρτιση στο λόγο. Οι δύο άντρες ξεσπάνε σε κλάματα, γιατί συνειδητοποιούν ότι οι συνέπειες του πολέμου είναι το ίδιο άσχημες για τους νικητές και τους νικημένους. Χαρακτηριστική είναι η χρήση της μεταφοράς: «ώσπου η θλίψη τους πλημμύρισε το δώμα». Ωστόσο, διαβάζοντας την πρώτη στροφή ο αναγνώστης νιώθει μπερδεμένος και απορεί για τον λόγο που οι δύο άντρες βρίσκονται σε τέτοια φόρτιση. Ο ποιητής χρησιμοποιεί την αφηγηματική τεχνική “in medias res”, δηλαδή, ξεκινά να μας αφηγείται από τη μέση της πλοκής και συγκεκριμένα από τη στιγμή που ο Πρίαμος πέφτει στα γόνατα του Αχιλλέα, για να τον ικετεύσει. Αυτό γίνεται σκόπιμα, για να κρατήσει αμείωτο το ενδιαφέρον και την προσοχή του αναγνώστη.
Στη δεύτερη στροφή, έχουμε τη «λύτρωση» του Έκτορα και στη συνέχεια την περιποίηση και ετοιμασία του νεκρού. Ο Αχιλλέας αποκαθίσταται ηθικά στα μάτια μας. Δεν είναι πια ο σκληρός και απάνθρωπος ήρωας. Αναδεικνύεται η ευγένεια, η ανωτερότητα και η μεγαλοψυχία του, αφού εκείνος θα αποδώσει στον νεκρό τις πρώτες νεκρικές τιμές. Η χρήση του γ΄ ενικού προσώπου εδώ κάνει τον λόγο πειστικό και μας παρουσιάζει σφαιρικά τον χαρακτήρα του ήρωα.
Στην τρίτη στροφή παρακολουθούμε τη σκηνή του δείπνου συμφιλίωσης των δύο αντρών. Οι δύο τους αλληλοθαυμάζονται και δείχνουν τη μεγαλοψυχία και τον ανθρωπισμό τους. Ωστόσο, υπάρχει και μια άλλη συμφιλίωση, αυτή με τον προσωπικό τους πόνο ο καθένας.
Στο καταληκτικό δίστιχο αποτυπώνεται τελετουργικά η πιο έντονη και τραγική σκηνή της ικεσίας και παρατίθενται τα λόγια του χαροκαμένου πατέρα προς τον δολοφόνο του γιου του σε α΄ ενικό πρόσωπο (Πέφτω στα γόνατα και κάνω ό,τι να γίνει πρέπει, Φιλάω το χέρι του Αχιλλέα, φονιά του γιου μου). Η αμεσότητα που προσφέρει ο ευθύς λόγος κάνει τον αναγνώστη να ταυτιστεί συναισθηματικά με τον ήρωα τη στιγμή της ικεσίας του. Παράλληλα, γίνεται εμφανές το ηθικό μεγαλείο του Πρίαμου, αφού ο γέροντας δε διστάζει να ταπεινωθεί μπροστά στον νεότερο Αχιλλέα και να τον παρακαλέσει («ό,τι να γίνει πρέπει»). Ωστόσο, στην Ιλιάδα, η ικεσία του Πρίαμου αποτυπώνεται στην αρχή της συνάντησής του με τον Αχιλλέα. Εδώ πρόκειται για αναδρομική αφήγηση η οποία καλύπτει το «κενό» που δημιουργήθηκε στον αναγνώστη μετά την πρώτη στροφή.
- Benoît de Sainte-Maure, Επιμ. Πολίτης, Λ. (1967) «Πόλεμος της Τρωάδος» (απόσπασμα: Ο θρήνος στον νεκρό Έκτορα (602-713)). Ποιητική Ανθολογία. Βιβλίο πρώτο: Πριν από την άλωση. Αθήνα: Γαλαξίας.
[…] Εις το παλάτι ακολουθούν μικροί μεγάλοι πάντες·
εκείσε ήλθε ο Πρίαμος δερνόμενος, θρηνώντα·
επάνω εις τον Έκτοραν πίπτει εξαποθαμένος·
πνοή εξ αυτόν ουκ έδειχνεν καν ποσώς να εβγαίνη·
με βίαν τον εσήκωσαν οι βασιλείς απόκει,
στην τσάμπραν τον εβάλασιν ωσάν αποθαμένον.
[…] Η Εκουβα η μητέρα του ταύτα τον συντυχαίνει:
Υιέ μου, λέγει, κάλλιστε, υιέ μου φουμισμένε,
εσύ ’σουν η αγάπη μου, εσύ ’σουν η ψυχή μου·
εσύ το παρηγόρημα και η απαντοχή μου.
Εβλέποντα το αίμα σου πώς την γην φοινικίζει
αρχίσασιν οι θλίψες μου, ποτέ ου μη να λείψουν
ως ότε να έλθω και εγώ να σε ιδώ εις τον Άδην.
Ας έλθι τώρα ο θάνατος· ου χρήζω πλέον να ζήσω.
Τον χωρισμόν σου ουκ ημπορώ, υιέ μου, να υπομείνω.
Άνοιξε, υιέ, τα ομμάτια σου, σύντυχε της μητρός σου,
μη με σιγών, γλυκύτατε, παρέλθης εις τον Άδην. —
Ο ποιητής έχει εμπνευστεί από τον θρήνο των τραγικών γονιών του νεκρού Έκτορα, όταν η σορός του έχει επιστρέψει στο παλάτι. Πρόκειται για μία από τις τελευταίες σκηνές του έπους της Ιλιάδας.
Ο τόνος του ποιήματος είναι δραματικός, ενώ το βασικό του μήνυμα είναι ότι ο πόνος και η απώλεια που προκαλεί ο πόλεμος είναι κοινός για όλους τους ανθρώπους ανεξαρτήτως καταγωγής ή κοινωνικής θέσης. Ο βασιλιάς Πρίαμος με την ευάλωτη και τρωτή του υπόσταση, γίνεται πιο προσιτός στον αναγνώστη, ο οποίος ταυτίζεται μαζί του.
Στην πρώτη στροφή υπάρχει μεγάλη συναισθηματική ένταση, κυριαρχεί η οδύνη και η απελπισία. Βρισκόμαστε στο παλάτι της Τροίας, όπου επικρατεί μεγάλη αναστάτωση. Όλοι τρέχουν να υποδεχτούν τον νεκρό Έκτορα (Εις το παλάτι ακολουθούν μικροί μεγάλοι πάντες). Ο Πρίαμος εισέρχεται στο παλάτι (ήλθε ο Πρίαμος δερνόμενος, θρηνώντα). Στη θέα του νεκρού του γιου καταρρέει (πίπτει εξαποθαμένος, πνοή εξ αυτόν ουκ έδειχνεν καν ποσώς να εβγαίνη). Πρόκειται για την πλήρη σωματική και ψυχολογική συντριβή του (ωσάν αποθαμένον). Ο ποιητής με την τριτοπρόσωπη αφήγηση, προσδίδει στην περιγραφή ακρίβεια και πειστικότητα. Με οπτικές και ακουστικές εικόνες και με ρήματα δράσης (ήλθε, πίπτει, εσήκωσαν, εβάλασιν) καταφέρνει να φορτίσει το λόγο συναισθηματικά και να αποκτήσει η σκηνή δραματικότητα και ένταση αντίστοιχα. Παρακολουθώντας τη συναισθηματική του κατάρρευση δε μπορούμε παρά να ταυτιστούμε με τον τραγικό πατέρα. Αν και βασιλιάς, είναι άνθρωπος και είναι επόμεμο να χάσει την ψυχραιμία του.
Στη στροφή που η χαροκαμένη μάνα μοιρολογεί, κορυφώνεται η συναισθηματική φόρτιση του αναγνώστη. Υπάρχει μια θεατρικότητα που κάνει το λόγο πιο ελκυστικό και άμεσο. Ο αναγνώστης ακούγοντας τα σπαρακτικά της λόγια ταυτίζεται συναισθηματικά μαζί της και τη συμπονά. Αυτό επιτυγχάνεται με το ά ενικό πρόσωπο και τον ευθύ λόγο. Η Εκάβη, αρχικά, αναφέρεται στην αδυναμία που έχει στον Έκτορα (κάλλιστε, φουμισμένε, εσύ σουν η αγάπη μου, η ψυχή μου), αφού τον ξεχωρίζει απ’ όλα της τα παιδιά. Ήταν το καμάρι της και η παρηγοριά της (εσύ το παρηγόρημα και η απαντοχή μου).Τώρα που πέθανε, εκείνη δεν έχει κανέναν λόγο να βρίσκεται στη ζωή. Παρακαλεί να την πάρει ο θάνατος (Ας έλθι τώρα ο θάνατος· ου χρήζω πλέον να ζήσω. Τον χωρισμόν σου ουκ ημπορώ, υιέ μου, να υπομείνω). Του ζητά το αδύνατο, να ανοίξει τα μάτια του, για να τον δει μια τελευταία φορά (Άνοιξε, υιέ, τα ομμάτια σου).
- Πρεβελάκης, Π. (1945), «Πρίαμος». Νέα Εστία 429.
Στον Άγγελο Σικελιανό
Τίναξε τη στάχτη απ’ τα μαλλιά σου,
Πρίαμε, στάμνα σπασμένη,
κι ας είναι οι σπόροι σκορπισμένοι
κι ας είναι μες στις αύρες ο Έχτοράς σου.
Κι ας είναι του Ιλίου τα παλάτια,
οι αγορές, τ’ αγάλματα, τ’ αμάξια,
ας είναι σαν τη γύρη καθισμένα
στων Αχαιών τα κοντάρια και τα κράνη.
Τίναξε τη στάχτη απ’ τα μαλλιά σου,
Πρίαμε, σα να ’τανε στο αυλάκι,
στο Σποριά το μήνα, νοτισμένος
κι έτοιμος ο σπόρος σου να σκάσει!
Τι Εσύ και του Ιλίου η Πέρσις
κι όσοι ήρωες δαγκώσανε το χώμα
κι οι θεοί με τη φιλιά ή τη μάνητά τους
στου Ομήρου πια τα χείλη στραταρίζουν.
Κι όχι εδώ με στάχτη, μόν’ πλεμένο
στον κισσό και στου Απόλλωνα τη δάφνη
το κεφάλι του άγιου γέροντα βογκάει.
Κι είσαι πια για πάντα όχι το Πένθος,
όχι η γενιά που ξεκληρίστη
κι η ρημαγμένη η Χώρα, όχι!
Παρά ο φρουρός των αγαλμάτων είσαι,
είσαι ο βοσκός των μύθων, ο πατέρας
των ηρώων που χτυπιούνται για τα μάτια
της θυγατέρας του Κύκνου, της Ελένης!
Έμπνευση του ποιητή αποτελεί το προσωπικό δράμα του Πρίαμου, μέσα από το οποίο προσκαλεί έμμεσα τον αναγνώστη να αναγνωρίσει το μεγαλείο του βασιλιά και να τον αποδεχτεί ως πρότυπο ζωής.
Ο τόνος του ποιήματος είναι διδακτικός και παραινετικός, καθώς ο ποιητής εξυψώνει τον Πρίαμο και να τον αναδεικνύει σε σύμβολο συνδιαλλαγής παγκόσμιας εμβέλειας .
Το ποίημα ξεκινά με μια προτροπή (Τίναξε τη στάχτη απ’ τα μαλλιά σου). Ο ποιητής με τη χρήση του β΄ ενικού προσώπου και την προστακτική έγκλιση δίνει την εντύπωση ότι συνομιλεί με τον Πρίαμο και τον προτρέπει να σταματήσει να πενθεί για όσα χάθηκαν. Μάλιστα, η επανάληψη της φράσης «Τίναξε τη στάχτη απ’ τα μαλλιά σου» δίνει έμφαση στην παραπάνω προτροπή. Σύμφωνα με τον ποιητή δεν αρμόζει στον Πρίαμο να πενθεί, γιατί δεν πρόκειται για έναν κοινό θνητό. Δεν είναι πια ο πατέρας που έχασε τους γιους του ούτε ο βασιλιάς, που έμεινε χωρίς απογόνους και που μαζί του θα χαθεί το μέλλον της Τροίας. Θα μείνει για πάντα αθάνατος, όσο ο μύθος του δε θα ξεχαστεί και θα ακούγεται ανά τους αιώνες (είσαι ο βοσκός των μύθων, ο πατέρας των ηρώων που χτυπιούνται για τα μάτια της θυγατέρας του Κύκνου, της Ελένης!).
Τα συναισθήματα που κυριαρχούν στο ποίημα είναι το δέος και ο θαυμασμός. Ο ποιητής προσπαθεί να οδηγήσει τον αναγνώστη στη συνειδητοποίηση ότι ο Πρίαμος είναι ένα εμβληματική πανανθρώπινη μορφή, που αξίζει τον έπαινο και όχι τον οίκτο μας λόγω της τραγικότητάς του. Για να το πετύχει αυτό, χρησιμοποιεί το σχήμα της άρσης και θέσης. Πρόκειται για μία τεχνική που δίνει έμφαση και στην οποία πρώτα λέγεται τι δεν είναι ο Πρίαμος (Κι είσαι πια για πάντα όχι το Πένθος, όχι η γενιά που ξεκληρίστη κι η ρημαγμένη η Χώρα, όχι) και αμέσως μετά τι είναι (είσαι ο βοσκός των μύθων, ο πατέρας των ηρώων που χτυπιούνται για τα μάτια της θυγατέρας του Κύκνου, της Ελένης).
Όλο το ποίημα είναι γραμμένο σε β΄ ενικό πρόσωπο δημιουργώντας έτσι ένα κλίμα επικοινωνίας μεταξύ ποιητή και αναγνώστη και προσδίδοντας στον λόγο ζωντάνια.
Ανάλυση Πινάκων – Μαρμάρινης Σαρκοφάγου
- West, Benjamin, (1808). Θρήνος Πριάμου. Greensburg Westmoreland Museum of American Art
Στον πίνακα «Θρήνος Πριάμου», Σχήμα 1, του Benjamin κυρίαρχες είναι οι μορφές του Πρίαμου και της Ίριδας.
Ο Πρίαμος αναγνωρίζεται από τον κόκκινο μανδύα που φορά, χρώμα, που συμβολίζει την εξουσία, το λευκό του ιμάτιο με τη χρυσή ζώνη και τα άσπρα γένια του. Παρουσιάζεται να πενθεί σκεπάζοντας το κεφάλι με τον μανδύα του, ενώ έχει στρέψει το σώμα του σε πλάγια θέση προς την πλευρά της γυναικείας μορφής. Η κεντρική θέση του θρόνου, το πίσω μέρος του οποίου καλύπτεται με ύφασμα ίδιου χρώματος με τον μανδύα συμβάλλει στην ταύτισή του. Τόσο η έκφραση του προσώπου του όσο και η στάση του σώματος του φανερώνουν το βαρύ του πένθος, ενέργεια που εκδηλώνεται ως αντίδραση στο γεγονός του θανάτου του γιου του, Έκτορα. Παράλληλα παρουσιάζεται και ως αποδέκτης της ενέργειας της γυναικείας μορφής, που σκόπιμα τον πλησιάζει, καθώς φαίνεται να αφουγκράζεται με προσοχή τα λόγια της.
Η γυναικεία ιπτάμενη μορφή ταυτίζεται με την Ίριδα, την αγγελιαφόρο των θεών, καθώς φέρει φτερά στους ώμους, πλούσιο λευκό ιμάτιο και κηρύκειο στο χέρι. Απεικονίζεται τη στιγμή της δράσης της, δηλαδή να παροτρύνει τον Πρίαμο να ζητήσει το σώμα του Έκτορα, αφού προηγουμένως έχει μεταβεί ως ικέτης στον Αχιλλέα προσφέροντάς του λύτρα.
Τόσο οι κεντρικές μορφές, του Πρίαμου και της Ίριδας, όσο και οι μορφές που τις πλαισιώνουν, δε στρέφουν το βλέμμα τους προς τον θεατή, γιατί η πρόθεση του δημιουργού είναι να παρατηρήσει ο θεατής τη σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ τους.
Ο θεατής βρίσκεται σε απόσταση και η σχέση του με τις μορφές είναι απρόσωπη. Η συμμετοχή του θεατή στα διαδραματιζόμενα είναι η μικρότερη δυνατή, καθώς η κοινωνική απόσταση είναι δημόσια, δηλαδή φαίνονται πολλά άτομα μαζί, που προφανώς αποτελούν τα μέλη της βασιλικής οικογένειας και την αυλή.
Το σημαντικότερο στοιχείο του πίνακα είναι η φτερωτή θεότητα που έρχεται να δώσει μια διέξοδο στο παλλαϊκό πάθος, την οδύνη και την αδράνεια, που έχει φέρει ο θάνατος του Έκτορα. Μάλιστα η στροφή του Πρίαμου προς το μέρος της, προσημαίνει την ενεργοποίησή του. Γι΄ αυτό άλλωστε παρουσιάζονται οι δύο μορφές στο κέντρο της σύνθεσης.
Ο Πρίαμος και η Ίριδα ενώνονται με τα ανύσματα των κορμών του σώματός τους στο παλαιό και στο ιδεώδες, επειδή η γυναικεία θεότητα εκφράζει το καθιερωμένο θρησκευτικό αίσθημα. Επίσης με τη σύγκλιση των γονάτων τους ενώνονται και στο πραγματικό, γιατί η αφενός η Ίριδα κατέβηκε στον κόσμο των ανθρώπων, για να μεταφέρει το μήνυμα του Δία, αφετέρου ο Πρίαμος τελικά πραγματοποιεί την πρότασή της.
Μορφές που πλαισιώνουν τις κεντρικές είναι μια γυναίκα, ίσως η Εκάβη, μέλη της αυλής, ένας νέος άνδρας καθισμένος στο σκαλί του θρόνου, ένας ηλικιωμένος να προτάσσει τα χέρια του και άλλοι. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι καμία από τις ανθρώπινες μορφές δεν έχει αντιληφθεί την παρουσία της Ίριδας.
Η σκηνή που αναπαριστά ο πίνακας συντελείται στην αίθουσα του ανακτόρου, όπως μαρτυρούν οι δύο κίονες που βρίσκονται πίσω από τον Πρίαμο και η κιονοστοιχία στο πάνω αριστερό μέρος, πίσω από τις ανθρώπινες μορφές που θρηνούν.
- Ivanov, Aleksandr Andreevich. (1824). Έκτορος Λύτρα. Moscow The State Tretyakov Gallery
Οι κύριες μορφές στον πίνακα του Ivanov «Έκτορος λύτρα», Σχήμα 2, είναι ο Αχιλλέας και ο Πρίαμος. Ο πρώτος κάθεται σε υπερυψωμένο κάθισμα και κλίνει το σώμα του προς τα δεξιά. Το ιμάτιο του έχει κόκκινο χρώμα, στοιχείο που παραπέμπει στη δύναμη και στην εξουσία του. Σκεπάζει το δεξί του πόδι, ενώ το αριστερό προτάσσεται γυμνό πάνω από το γόνατο λόγω του κοντού χιτώνα που φορά. Έτσι δηλώνεται η νεότητα και ο γυμνασμένος κορμός του.
Ο Πρίαμος τοποθετείται στο κέντρο του πίνακα. Το μακρύ του ιμάτιο με τις πολλές πτυχώσεις καλύπτει το υπόλοιπο σώμα του εκτός από τη δεξιά ωμοπλάτη, η οποία φανερώνει την αδυναμία του και λόγω της ταλαιπωρίας του και λόγω των γηρατειών, όπως αποκαλύπτει και η άσπρη μακριά γενειάδα και τα μαλλιά του. Ελάχιστα διακρίνεται και το αριστερό του πόδι.
Παρουσιάζεται να γονατίζει μπροστά στον Αχιλλέα και να αγγίζει και με τα δύο χέρια του το αριστερό χέρι του αρχηγού των Μυρμιδόνων, ενώ ταυτόχρονα ακουμπά το πρόσωπο του στον βραχίονα του Αχιλλέα. Οι ενέργειες του δηλώνουν φανερά τον ρόλο του ικέτη, που συνειδητά έχει πάρει, ρόλο, που επιβεβαιώνει και το παρακλητικό βλέμμα του προς τον αποδέκτη της ενέργειάς του. Ο Αχιλλέας απεναντίας φαίνεται να αντιδρά στην ικεσία του Πρίαμου με την ελαφριά κάμψη του σώματος του, στην προσπάθειά του να τον αποφύγει, κάμψη, που έρχεται σε αντίθεση με τη στροφή του κεφαλιού του προς αυτόν. Επίσης έχει σφιγμένη την παλάμη του χεριού του, το οποίο αγγίζει ο Πρίαμος, ενώ η άλλη παλάμη του είναι χαλαρή και μετέωρη.
Καμία από τις μορφές δε στρέφουν το βλέμμα τους προς τον θεατή, γιατί ο δημιουργός θέλει να παρατηρήσει και να εστιάσει ο θεατής στον ικετευτικό ρόλο του Πρίαμου και στην αντίδραση του Αχιλλέα. Ο θεατής βρίσκεται σε απόσταση και η σχέση του με τις μορφές είναι απρόσωπη, καθώς προέχει η σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ των δύο ανδρών.
Οι μορφές απεικονίζονται σε δημόσια κοινωνική απόσταση, καθώς φαίνονται περισσότερα άτομα, όπως επίσης ο χώρος της σκηνής και ο εξωτερικός περιβάλλων χώρος. Έτσι η συμμετοχή του θεατή στα διαδραματιζόμενα είναι πολύ μικρή. Ο θεατής τοποθετείται στο ίδιο επίπεδο με τα αναπαριστώμενα πρόσωπα του πίνακα, στοιχείο που υποδηλώνει την ισότιμη σχέση τους. Το μισάνοικτο στόμα του Πρίαμου μεγεθύνει την τραγικότητά του, ενώ η άμεση βλεμματική επαφή του με τον Αχιλλέα εκφράζει την απόγνωσή του πρώτου και την περισυλλογή του δεύτερου.
Τα ανύσματα που δημιουργούνται από το σώμα του Πρίαμου και του Αχιλλέα συγκλίνουν στο νέο και το ιδεώδες. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι η νοητή πλάγια γραμμή του κορμού του Πρίαμου στην προέκτασή της ενώνεται με την προτομή του Δία, του θεού, δηλαδή, που με την εντολή του προετοιμάστηκε η συνάντηση των δύο ανδρών. Επιπλέον το ότι η προτομή βρίσκεται πίσω από τον Αχιλλέα ίσως να δείχνει το σεβασμό που οφείλει στις εντολές του. Το νέο σχετίζεται με την θετική έκβαση της ικεσίας του Πρίαμου και τη λύτρωση του Έκτορα. Η θεϊκή παρουσία επίσης υποδηλώνεται και με το κηρύκειο του Ερμή, που βρίσκεται μπροστά στον Πρίαμο και τον Αχιλλέα.
Οι άλλες ανδρικές μορφές, που πλαισιώνουν τις κεντρικές, ίσως είναι ο Αυτομέδοντας και ο Άλκιμος, που παρακολουθούν την ικεσία του Πρίαμου και συνομιλούν μεταξύ τους, ενώ πίσω τους διακρίνεται ένα τραπέζι με πιάτα από το δείπνο τους. Τέλος διακρίνεται στον εξωτερικό χώρο η άμαξα με τα λύτρα. Το φως που εισέρχεται από την είσοδο της σκηνής δημιουργεί την αίσθηση ότι είναι μέρα. Ίσως γι’ αυτόν τον λόγο δικαιολογείται η επιλογή του καλλιτέχνη ως προς το εξωτερικό φως.
- Trumbull, John. (1785). Νεκρώσιμος Νόστος Έκτορα. Viginia Museum of Fine Arts.
Ο πίνακας «Νεκρώσιμος νόστος Έκτορα» του Trumbull, Σχήμα 3, έχει ως θέμα τη μεταφορά του νεκρού Έκτορα από τον πατέρα του, Πρίαμο, ώστε να ταφεί με τιμές στην Τροία.
Κυρίαρχες είναι οι μορφές του νεκρού Έκτορα, τυλιγμένου με λευκό ύφασμα, που δεν καλύπτει το στήθος και την κοιλιά του, διαγράφοντας έτσι το γυμνασμένο και όχι κακοποιημένο σώμα του. Αριστερά από αυτόν και όρθιος βρίσκεται ο πατέρας του, φορώντας ένα κόκκινο ιμάτιο και δείχνοντας τον Έκτορα με το ένα χέρι του, ενώ με το άλλο αγγίζει το στέρνο του. Παρουσιάζεται να κοιτά τη γυναικεία μορφή, η οποία τους υποδέχεται, θρηνώντας και εκτείνοντας τα χέρια της από την οδύνη της. Πιθανόν είναι η Εκάβη. Οι άλλες γυναίκες δίπλα της, μέλη της βασιλικής οικογένειας, όπως αποκαλύπτει η αμφίεση τους, ίσως ταυτίζονται με την Ανδρομάχη και τις αδερφές του Έκτορα. Τον νεκρό σηκώνουν με τα χέρια τους, για να τον οδηγήσουν στο εσωτερικό του ανακτόρου μια γηραιά μορφή και μια νέα, μάλλον ο Πάρης, ντυμένος με την πολεμική στολή και την περικεφαλαία του.
Καμία από τις μορφές του πίνακα δε στρέφει το βλέμμα της προς το θεατή, γιατί η πρόθεση του δημιουργού είναι να παρατηρήσει ο θεατής την ενέργεια της μεταφοράς του νεκρού στην γενέτειρά του και την αντίδραση των συγγενών και των υπηκόων του κατά τη θέαση του. Επομένως η εικόνα συνιστά παροχή. Ο παρατηρητής βρίσκεται σε απόσταση και η σχέση του με τις μορφές είναι απρόσωπη. Δε συμμετέχει στα διαδραματιζόμενα, καθώς η κοινωνική απόσταση είναι δημόσια, δηλαδή φαίνονται πολλά άτομα μαζί.
Η οριζόντια πλάγια προοπτική δε δημιουργεί καθόλου εμπλοκή του θεατή στα διαδραματιζόμενα. Και σ’ αυτόν τον πίνακα οι μορφές που τοποθετούνται στο κέντρο είναι οι σημαντικότερες, δηλαδή ο νεκρός Έκτορας, που δίπλα του βρίσκεται ο πατέρας του, ο νεαρός άνδρας, ίσως ο Πάρης που τον μεταφέρει και η τραγική Εκάβη που τον υποδέχεται βρισκόμενη σε κατάσταση απόγνωσης.
Το νοητό άνυσμα που δημιουργεί η μορφή του Έκτορα συγκλίνει στο νέο ή στην κατάληξη, δηλαδή στην ολοκλήρωση της ταφής του και στο ιδεώδες, δηλαδή στη επάνοδο του στο ανάκτορο και στην απόδοση των τιμών, που του αρμόζουν ως πρωτοπαλίκαρου των Τρώων.
Η σκηνή που αναπαριστά ο πίνακας συντελείται έξω από το ανάκτορο της Τροίας, όπως μαρτυρούν οι δύο κεντρικοί κίονες. Αριστερά απεικονίζεται ένα ναός η θέση του οποίου ταυτίζεται με το παλιό και το ιδεώδες, δηλαδή τη θρησκεία ως διαχρονική ανάγκη. Οι μορφές που παρακολουθούν, απλώνοντας τα χέρια τους στην προσπάθειά τους να αγγίξουν τον νεκρό, επιτείνουν τη δραματική σκηνή και μεταφέρουν στον θεατή τη συμπόνια και τον οίκτο τους για το ολέθριο τέλος του υπερασπιστή τους.
- Μαρμάρινη σαρκοφάγος από το Λαδοχώρι Θεσπρωτίας (τέλη του 1ου αι.). Αρχαιολογικό Μουσείο Ιωαννίνων.
Η συγκεκριμένη μαρμάρινη σαρκοφάγος, Σχήμα 4, από το Λαδοχώρι Θεσπρωτίας φιλοξενείται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ιωαννίνων. Στην κύρια όψη της εικόνας εικονίζεται η σκηνή των λύτρων του Έκτορα. Η σύνθεση αποτελείται από πολλά πρόσωπα. Στο κεντρικό τμήμα εικονίζεται το άρμα του Αχιλλέα, από το οποίο σύρεται η σορός του Έκτορα, ενώ πάνω σ΄ αυτό βρίσκεται ο Αυτομέδων. Δεξιά τοποθετείται η σκηνή της ικεσίας του Πριάμου, που γονατίζει μπροστά από τον Αχιλλέα. Ο τελευταίος απλώνει το χέρι του στον Πρίαμο, σημάδι ότι αποδέχεται την ικεσία του. Πίσω τους φαίνονται ο Ερμής με το κηρύκειο και η Βρισηίδα. Τέλος μετά από τη σορό του Έκτορα διακρίνεται ένα δεύτερο άρμα με τα λύτρα του Πριάμου.
Ανάλυση Ταινίας: Petersen, W. και Benioff, D. (2004). Τροία.
Η είσοδος του Πρίαμου στη σκηνή του Αχιλλέα γίνεται με ένα γενικό πλάνο σ’ αυτόν, δείχνοντάς τον να μπαίνει καλυμμένος ολόκληρος με σκοτάδι και τυλιγμένος με ένα μακρύ μανδύα, που σκεπάζει και το κεφάλι του. Το πρόσωπό του ηλικιωμένου πατέρα είναι σκόπιμα θολό, ώστε να μην φαίνεται, γεγονός που τραβά την προσοχή του Αχιλλέα, που κάθεται μόνος του. Η παρουσία του Πρίαμου στη σκηνή συνιστά σκηνοθετικά μια ανατροπή.
Το πρόσωπο του Πρίαμου αποκαλύπτεται, όταν έχει πλησιάσει αρκετά τον Αχιλλέα. Περπατάει προς αυτόν κοιτώντας κάτω, προσπέφτει στα γόνατά του και φιλάει τα χέρια του. Σε όλη τη διάρκεια της συζήτησής τους τα πλάνα είναι πολύ κοντινά, εστιάζοντας στα πρόσωπα των δύο πρωταγωνιστών της σκηνής και η κάμερα παρακολουθεί τις κινήσεις τους. Το φως είναι αμυδρό και τονίζει περισσότερο τη μια πλευρά του προσώπου τους, ενώ η άλλη είναι σκόπιμα σκοτεινή.
Η θέση της κάμερας αλλάζει, όταν ο Αχιλλέας σηκώνεται όρθιος, έχοντας καταλάβει την ταυτότητα του Πρίαμου. Τώρα το κοντινό πλάνο στον Αχιλλέα παρουσιάζεται με την κάμερα να τον κοιτά από χαμηλά, γεγονός που κάνει πιο επιβλητική τη μορφή του. Αντίθετα, στο αντίστοιχο πλάνο του Πρίαμου η κάμερα είναι ψηλά, με αποτέλεσμα η παρουσία του να συνθλίβεται περισσότερο, δηλώνοντας πιο εμφατικά τον ικετευτικό του ρόλο.
Στα μεσαία πλάνα που ακολουθούν ο Πρίαμος μοιάζει σαν να προσπαθεί να βρει αέρα, για να εισπνεύσει. Τώρα όμως το βλέμμα του εκφράζει ισόρροπα αφενός την ικεσία αφετέρου την αποφασιστικότητα του, όταν ζητάει ευθέως από τον Αχιλλέα να του δώσει πίσω τον γιο του.
Στιγμιαία το βλέμμα του Αχιλλέα γίνεται αιχμηρό υποδηλώνοντας τον θυμό του. Ωστόσο αμέσως μετά από το σημείο αυτό η έκφραση του προσώπου του σταδιακά μεταβάλλεται, σαν να αποκτά αυτοσυνειδησία. Τα παραπάνω δηλώνονται, πρώτον, με την αλλαγή εστίασης του βλέμματος του, με τον ίδιο άλλοτε να κοιτά κάτω, όταν ο τελευταίος του αναφέρει τις ολέθριες συνέπειες των δικών του ενεργειών για τα αγαπημένα πρόσωπα των Τρώων που σκότωσε. Δεύτερον, με τη σύσπαση και το σφίξιμο των χειλιών του, καθώς του θυμίζει τον πατέρα του. Ενδιαφέρον έχει στο σημείο αυτό η αλλαγή της υπόθεσης της ραψωδίας Ω της Ιλιάδας, με τον Πρίαμο να παρουσιάζει τον Πηλέα νεκρό. Τρίτον, με τον μορφασμό του, δηλαδή το σμίξιμο των φρυδιών του, που δείχνει την ενόχλησή του, όταν τον πλησιάζει περισσότερο ο Πρίαμος. Όλα τα προηγούμενα στοιχεία φανερώνουν την ανθρώπινη εικόνα του Αχιλλέα, ο οποίος νιώθει αμηχανία, συγκίνηση και πόνο.
Ο διάλογος Αχιλλέα – Πρίαμου, που ακολουθεί, συνοδεύεται από έναν νέο κινηματογραφικό κώδικα, μια πολύ χαμηλόφωνη μουσική, σαν να υποδηλώνει την αντίστροφη μέτρηση στην αδιάλλακτη στάση του Αχιλλέα. Διστάζει να κοιτάξει στα μάτια τον Πρίαμο. Απεναντίας σηκώνει το κεφάλι του ψηλά, καταπίνει με δυσκολία, βήχει προσποιητά και προσπαθεί να πείσει τον εαυτό του μετά την έκκληση του Πρίαμου να του παραδώσει τον Έκτορα, ότι έχει δίκιο. Συγκεκριμένα του απαντά ότι δεν θα αλλάξει τίποτα, αν του τον δώσει. Θα είναι εχθρός του το πρωί.
Η απάντηση του Πρίαμου αποπνέει την ηρεμία και σιγουριά της αλήθειας των λόγων του: «Μα ακόμη και οι εχθροί μπορούν να δείχνουν σεβασμό». Ο επιτονισμός από τον ίδιο της λέξης «σεβασμός», ο υπόκωφος ήχος της υποβλητικής μουσικής που ακούγεται, το μισάνοικτο στόμα του Πρίαμου, που δηλώνει προσδοκία, σε αντίθεση με το ασφυκτικά κλειστό στόμα του Αχιλλέα, που φανερώνει πίεση, η παρατεταμένη σιωπή και των δύο, αποτελούν κινηματογραφικά μέσα για την προσήμανση της μεταστροφής του Αχιλλέα.
Το πλάνο τώρα γίνεται γενικό, καθώς ο Αχιλλέας σηκώνεται, απομακρύνεται από τον Πρίαμο και στρέφει το σώμα του, ώστε να μην τον βλέπει. Ακολουθεί σιωπή. Έπειτα ομολογεί σε αυτόν ότι θαυμάζει το κουράγιο του. Τέλος με ένα μεσαίο πλάνο ο σκηνοθέτης δείχνει τον Αχιλλέα να τον κοιτάζει σιωπηλός στα μάτια, με σφιγμένο στόμα. Ο Πρίαμος μοιάζει φανερά εξαντλημένος. Μόνο όταν ο Αχιλλέας απομακρύνεται από τη σκηνή λέγοντας του να τον συναντήσει σε λίγο έξω, ανακουφίζεται, στρέφει το κεφάλι του σε άλλη κατεύθυνση και κλείνει εμφανώς το στόμα του.
Είναι χαρακτηριστικό ότι το ξέσπασμα των δύο πρωταγωνιστών της σκηνής σε κλάματα δεν πραγματοποιείται, όπως συμβαίνει στη ραψωδία Ω της Ιλιάδας.
Συμπεράσματα
Η ανάγνωση των παραπάνω ποιημάτων, πινάκων και της ταινίας αποδεικνύει ότι ο Πρίαμος μέσω της ικεσίας του εξουδετερώνει την απανθρωπιά, την αλλοτρίωση και τη βαναυσότητα του θανάσιμου εχθρού του, Αχιλλέα, και μετατρέπεται σε έναν νέο «πατέρα» (Ξύστρα, 2012) για τον ίδιο, ο οποίος τον κάνει να συνειδητοποιήσει, αφενός τη ματαιότητα της βίας, αφετέρου την αξία της αλληλεγγύης, της συντροφικότητας και του αλληλοσεβασμού. Ο Πρίαμος επομένως καθίσταται ένα διαχρονικό αντιπολεμικό σύμβολο, ικανό να εμπνεύσει τους σημερινούς μαθητές και μαθήτριες ως προς τον τρόπο διαχείρισης της βίας σε κάθε έκφανση της ζωής τους. Και ο τρόπος αυτός δεν είναι άλλος από την αποδοχή της ετερότητας, την κατανόηση, την ενσυναίσθηση, την καλοσύνη, τη φιλία.
Αναφορές
Αμοργιανιώτη, Ε. (2022). Διδακτικό παράδειγμα αξιοποίησης της Τετραπλής Ανάγνωσης Κ.Π. Καβάφη: “Πριάμου νυκτοπορία”. Επιμόρφωση και Πιλοτική Εφαρμογή στα ΝΠΣ. Ανακτήθηκε στις 09 Απριλίου 2025 από τη διεύθυνση https://tinyurl.com/mwdpmr82
Γρόσδος, Σ. (2017). Εικόνα και Δημιουργική γραφή. Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Πανεπιστημίου Μακεδονίας.
Γρόσδος, Σ. (2018). Κινηματογράφος και Δημιουργική Γραφή: Μαθήματα Κινηματογραφικού Γραμματισμού. Κρήτη: Πολιτιστική Εταιρεία Κρήτης-Πυξίδα της πόλης.
Ξύστρα, Δ. (2012). Ερμηνευτική προσέγγιση της Ραψωδίας Ω στην Ιλιάδα∙ Ανθρωπιστικές Αξίες· “Δια νύκτα μέλαιναν” : Η σημειολογία της νύχτας στην εταιρική ομιλία Πρίαμου – Αχιλλέα· Η μορφή του Αχιλλέα στην Ιλιάδα. (Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία). Ανακτήθηκε στις 09 Απριλίου 2025 από τη διεύθυνση : https://tinyurl.com/4fxz3b2t
ΚΕΓ. Ψηφίδες για την Ελληνική γλώσσα. Αριάδνη: Μορφές και Θέματα της Αρχαίας Ελληνικής Μυθολογίας. https://tinyurl.com/mrxfuved
ΚΕΓ. Ψηφίδες για την Ελληνική γλώσσα. Νόστος: Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία. https://tinyurl.com/4fvmsa49
ΚΕΓ. Ψηφίδες για την Ελληνική γλώσσα. Πόροι για τα Ομηρικά έπη: Ο τρωικός μύθος στην τέχνη και τη λογοτεχνία. https://tinyurl.com/4wys4c7d
Halliday, M. (1994). An introduction to functional grammar. London: Edward Arnold.
Kress, G. & Van Leeuwen, T. (1996). Reading Images. The grammar of visual design. London: Routledge.